Lafargue Paul 1842-1911
Lafargue Paul
Ο Πωλ Λαφάργκ γεννήθηκε το 1842 στο Σαντιάγο της Κούβας από εύπορους γαλλοεβραίους γονείς, που ασχολούνταν με την καλλιέργεια του καφέ. Το 1851 οι γονείς του επέστρεψαν στο Μπορντώ της Γαλλίας. Ο νεαρός Πωλ τελείωσε το 1859 το γυμνάσιο της Τουλούζης και γράφτηκε στην ιατρική σχολή του Παρισιού. Το κλίμα της εποχής ευνοεί τη μελέτη και τη ριζοσπαστικοποίηση των πολιτικών του αντιλήψεων. Ο Λαφάργκ ασπάζεται τις απόψεις του Προυντόν για τον σοσιαλισμό και στρατεύεται στο σοσιαλιστικό κίνημα. Τον Φεβρουάριο του 1865 γνωρίζει στο Λονδίνο τον Καρλ Μαρξ, που τον εντυπωσιάζει. Αποτέλεσμα της συνάντησής του με τον Μαρξ είναι και η γνωριμία του με τη θυγατέρα του Λάουρα, την οποία παντρεύεται το 1868, με κουμπάρο τον Ένγκελς. Την ίδια χρονιά αποκτούν έναν φιλάσθενο γιό που, μετά από αρκετές ταλαιπωρίες, χάνουν το 1872. Στο μεταξύ, το 1867 γίνεται μέλος της διεθνούς και ορίζεται γραμματέας της για τις ισπανικές υποθέσεις. Με την κήρυξη του γαλλοπρωσικού πολέμου, το 1870, ο αντιβοναπαρτισμός του γίνεται πιο έντονος και οι σοσιαλιστικές του ιδέες πολύ πιο ριζοσπαστικές. Μετά την ήττα της Κομμούνας του Παρισιού, ο Λαφάργκ καταφεύγει στην Ισπανία, όπου μαίνεται η μάχη μεταξύ μαρξιστών και αναρχικών στους κόλπους της διεθνούς. Παρά τον "προυντονισμό" που του καταλογίζει ο Μαρξ, ο Λαφάργκ αγωνίζεται με ζήλο εναντίον των αναρχικών. Αργότερα, τα περιφρονητικά του σχόλια για τους ισπανούς αναρχικούς προκαλούν την αγανάκτηση του μεγάλου ιταλού αναρχικού Μαλατέστα, ο οποίος καλεί τον Λαφάργκ σε μονομαχία -που δεν γίνεται ποτέ. Στο Λονδίνο συνεχίζει τη μάχη κατά των αναρχικών, που καταλήγει σε πύρρειο νίκη των μαρξιστών: διαγραφή του Μπακούνιν και των οργανώσεων που τον υποστήριζαν, μεταφορά της έδρας της Πρώτης Διεθνούς στη Νέα Υόρκη και ουσιαστικά διάλυσή της. Το 1880 επιστρέφει στη Γαλλία και δημοσιεύει "Το δικαίωμα στην τεμπελιά" σε συνέχειες, στην εφημερίδα "L' egalite". Το έργο του Λαφάργκ διχάζει και φέρνει σε αμηχανία τους σοσιαλιστές, γιατί ενώ όσα γράφει για την οικονομία και τις ελεεινές συνθήκες ζωής των εργαζομένων συμπίπτουν με τα λεγόμενα του Μαρξ, που είναι η απόλυτη αυθεντία για τους ίδιους, και ο Λαφάργκ είναι γνωστός πολιτικός αγωνιστής και γαμπρός του, ο τρόπος που διαπραγματεύεται το θέμα του είναι ανορθόδοξος: τα εργατικά κόμματα σε όλες τις χώρες του κόσμου διεκδικούν -ακόμα και σήμερα- το δικαίωμα στη δουλειά. Στη συνέχεια ο Λαφάργκ μαζί με τον Ζιλ Γκεσντ συγγράφουν το οικονομικό πρόγραμμα του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, με το οποίο, μεταξύ άλλων, απαιτούν καθιέρωση μιας ημέρας ανάπαυσης την εβδομάδα για όλους τους εργαζόμενους, απαγόρευση της παιδικής εργασίας κάτω των 14 και περιορισμό της εργασίας των ενηλίκων στις οκτώ ώρες (η αργία μιας ημέρας καθιερώνεται, τελικά, στη Γαλλία το 1906 και το οκτάωρο το 1909). Στις 26 Νοεμβρίου 1911 ο Πωλ και η Λάουρα Λαφάργκ αυτοκτονούν με ένεση υδροκυανίου, αν και, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των φίλων και των γνωστών τους ήταν σε άριστη φυσική και πνευματική κατάσταση. Στο σημείωμα που άφησε ο Λαφάργκ, γράφει: "Υγιής στο σώμα και το πνεύμα, αυτοκτονώ, πριν τα ανελέητα γηρατιά, που θα μου αποσπούν μία μία τις απολαύσεις και τις χαρές της ζωής και θα μου αφαιρούν τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις, συντρίψουν τη θέλησή μου και με κάνουν βάρος στον εαυτό μου και στους άλλους. Από χρόνια έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην περάσω τα εβδομήντα [...] "Ζήτω ο κομμουνισμός" "Ζήτω ο διεθνής σοσιαλισμός" Η αυτοκτονία του ζεύγους Λαφάργκ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους αναρχικούς του Παρισιού, ενώ δίχασε, για άλλη μια φορά, τους σοσιαλιστές, ορισμένοι από τους οποίους τους καταλόγισαν "λιποταξία από την ταξική πάλη". Ο Λένιν, που εκφώνησε δεκάλεπτο λόγο στην κηδεία τους, δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά στον τρόπο θανάτου του ζευγαριού.