Ξανθούλης Γιάννης
Xanthoúlis Giánnis
Ο Γιάννης Ξανθούλης γεννήθηκε το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, στον Έβρο, από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Σπούδασε δημοσιογραφία και σχέδιο. Από το 1969 εργάζεται ως δημοσιογράφος και χρονογράφος σε εφημερίδες, περιοδικά και ραδιόφωνο. Ασχολήθηκε με το παιδικό θέατρο. Έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία. Μερικά απ' αυτά: "Μέσα στο νερό δασκάλα", "Ανέβα στη στέγη να φάμε το σύννεφο", "Ο μάγος με τα χρώματα", "Τύμπανο, τρομπέτα και κόκκινα κουφέτα", "Μια τρελή τρελή πολυκατοικία". Σατυρικά κείμενα και θεατρικά έργα του - περισσότερα από τριάντα - παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Ασχολήθηκε για αρκετά χρόνια με την επιθεωρησιογραφία. Το 1981 εκδόθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, "Ο μεγάλος θανατικός", και ακολούθησαν: "Οικογένεια μπες-βγες", 1982, "Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα", 1984, "Ο Σόουμαν δε θα 'ρθει απόψε", 1985, "Το πεθαμένο λικέρ", 1987, "Ο χάρτινος Σεπτέμβρης της καρδιάς μας", 1989, "Το ρόζ που δεν ξέχασα", 1991, "Η εποχή των καφέδων", 1992, "Η Δευτέρα των αθώων", 1994, "Το τρένο με τις φράουλες, 1996, "...Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες", 1998, "Ο Τούρκος στον κήπο", 2001, "Το τανγκό των Χριστουγέννων", 2003, "Ο θείος Τάκης", 2005, "Του φιδιού το γάλα", 2007, "Κωνσταντινούπολη - των ασεβών μου φόβων" (2008), "Δεσποινίς Πελαγία" (2010) και "Ο γιος του δάσκαλου", 2012. Βιβλία του έχουν μεταφερθεί στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Έργα του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, ιαπωνικά, δανέζικα, και σε άλλες γλώσσες. Επίσης έχει εκδώσει το αυτοβιογραφικό του αφήγημα "Στην κουζίνα των φαντασμάτων" (από τη σειρά: "Η κουζίνα του συγγραφέα" των εκδόσεων Πατάκη), καθώς και μια ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων με θέμα την Κωνσταντινούπολη ("Κωνταντινούπολη: Μια πόλη στη λογοτεχνία", Μεταίχμιο, 2004). Ζει στην Αθήνα και είναι μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών.
Οικογένεια Μπες-Βγες
Ξανθούλης Γιάννης
Εκδόσεις Καστανιώτη (1994)
"...Εδώ και τρία χρόνια είχα καταλάβει ότι δεν ήμουν ένα συνηθισμένο παιδί. Ξαφνικά, εκεί κοντά στα δύο, πάνω που σταθεροποιούσα το βήμα μου, που ανακάλυπτα τη φωνή και τις λέξεις, που μάθαινα να ξεχωρίζω τις μυρωδιές των λουλουδιών, των φαγητών και των δωματίων, κατάλαβα, τελείως μόνη μου, ότι μεγάλωνα με εκατονταπλάσια ταχύτητα από το κανονικό. Άρχισα να κρίνω προτού μάθω, αλλά ο εγκέφαλός μου ήδη προχωρούσε με ξέφρενη ταχύτητα, σαν τρένο χωρίς μηχανοδηγό. Τη μητέρα όμως τη σκότωσαν. Είμαι σίγουρη γι' αυτό. Τη σκότωσαν μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, με τα ίδια τους τα χέρια....
La liqueur morte
Ξανθούλης Γιάννης
Kauffmann (1992)
"Je me souviens que nous etions restes, deux heures durant, les levres collees sur sa poitrine. Chaque bouche sur un bouton de sein. Un bouton delicat qui, dans le quart d' heure, devint mauve comme la confiture de griottes qui cristallisait dans sa coupe a l' interieur du buffet..."
Το ροζ που δεν ξέχασα
Ξανθούλης Γιάννης
Εκδόσεις Καστανιώτη (1991)
Τα πρόσωπα ήταν πάντα τα ίδια. Γύριζαν και ξαναγύριζαν μέσ' από διαφορετικές σιωπές και σχήματα στη ζωή μου, αλλά ήταν τα ίδια. Η ίδια αίσθηση, ο ίδιος πόνος. Γι' αυτό τα μισώ, τ' αγαπώ και τα στερούμαι με την ίδια ένταση απ' τον πρώτο καιρό της γνωριμίας μας. Ανακυκλώνω τις μορφές τους, τους ήχους τους και το γέλιο τους εδώ και πολλά χρόνια. Κι όσο για τον έρωτα -μη γελάσετε- είχα από καταβολής μου εκείνο τον επώδυνο τίτλο "παιδί του έρωτα". Αυτή ήταν η καταστροφική μου καραμέλα που τώρα ψάχνω την ανάμνηση της γεύσης της στον κυκλοθυμικό μου ουρανίσκο. Τα πρόσωπα, όμ...
Το καλοκαίρι που χάθηκε στο χειμώνα
Ξανθούλης Γιάννης
Εκδόσεις Καστανιώτη (1984)
Το καλοκαίρι του 1962 ήταν για κείνον αποκαλυπτικό στον έρωτα και στο θάνατο. Η Ντάλια Βεντάλια ήταν η καθηγήτρια "καταλύτης" στη γνωριμία του με τον πόθο και το φόβο, έτσι όπως διαιωνιζόταν μέσα του εκείνο το ατέλειωτο καλοκαίρι που σφράγισε την εφηβεία του με καύσωνες, θανάτους κι έρωτες... Κι αυτός μόνος, κατάμονος στη μακρινή επαρχία του, ζούσε στους ξέφρενους ρυθμούς του σπιτιού του, βεβαρυμένου από μικροαστικά καθημερινά πάθη, που τα μεγάλωνε η ηχώ της ευαισθησίας του και τα 'κανε ένοχες προσευχές. Μα, πάνω απ' όλα, ήταν η ανάγκη να μάθει πόσο πραγματική ήταν η ζωή...