Λυκούδης Εμμανουήλ 1849-1925
Lykoúdis Emmanouíl S.
Εμμανουήλ Λυκούδης (1849-1925). Ο Εμμανουήλ Λυκούδης γεννήθηκε στο Ναύπλιο, γιος του κερκυραίου Στυλιανού Λυκούδη και της Μαρίας το γένος Κυδωνάκη-Καλλέργη. Είχε έναν αδερφό τον Πέτρο, μετέπειτα αξιωματικό του μηχανικού και εφευρέτη του λυόμενου πολυβόλου. Μαθήτευσε σε σχολεία της Χαλκίδας και του Πειραιά και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτωρ (1872). Ακολούθησε το δικαστικό κλάδο και υπηρέτησε διαδοχικά στην Ερμούπολη, την Άμφισσα και τέλος στο εφετείο Αθηνών, ενώ υπήρξε επίσης κρατικός νομικός σύμβουλος από το 1896 ως το 1905. Μετά την παραίτησή του από το δημόσιο τομέα άσκησε τη δικηγορία ως το 1917, ενώ διατήρησε ως το τέλος της ζωής του τη θέση του νομικού συμβούλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Στο χώρο της πολιτικής ήταν οπαδός του Χαριλάου Τρικούπη, μετά από πρόταση του οποίου το 1890 πήρε μέρος στη σύνταξη του σερβικού εκλογικού συστήματος με βάση την ελληνική αντίστοιχη νομοθεσία. Πραγματοποίησε οικονομικές και νομικές μελέτες και ήταν μέλος και πρόεδρος (το 1875) του φιλολογικού συλλόγου Παρνασσός. Ως αρθρογράφος και επιφυλλιδογράφος συνεργάστηκε κατά την τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα με τα αθηναϊκά περιοδικά Εθνικόν Ημερολόγιον του Κ.Φ.Σκόκου, Εστία, Εθνική Αγωγή, το ημερολόγιο του Γεωργίου Δροσίνη Νέα Ελλάς, τις εφημερίδες Άστυ, Ακρόπολις και Εστία, ενώ τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας δημοσίευσε κείμενά του στα Παναθήναια, το Περιοδικόν μας, το Νουμά, την Εθνική Ζωή, τη Νέα Τέχνη, τις εφημερίδες Αθήναι και Σημαία (Πειραιά), το Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος. Στα ίδια έντυπα βρίσκεται δημοσιευμένο και το μεγαλύτερο μέρος του αφηγηματικού του έργου, μέρος του οποίου αποφάσισε να εκδώσει κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του. Τιμήθηκε με το Εθνικόν Αριστείον των Γραμμάτων και των Τεχνών (1823). Παντρεύτηκε τη Δήμητρα Μπάλτση, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Πέθανε στην Αθήνα από αρρώστια του ουροποιητικού συστήματος, η οποία τον ταλαιπώρησε αρκετά χρόνια. Ο Εμμανουήλ Λυκούδης ανήκει στους έλληνες πεζογράφους της λεγόμενης λογοτεχνικής γενιάς του 1880. Στο θέμα της γλώσσας η στάση του ήταν μετριοπαθής· άφησε κείμενα στη δημοτική, στην καθαρεύουσα, ενώ στο τέλος της ζωής του διατύπωσε τη θεωρητική του προτίμηση προς τη σε μικτή γλώσσα (καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη, καθομιλουμένη στα διαλογικά). Το έργο του κινείται στα ευρύτερα πλαίσια της ελληνικής ηθογραφικής παραγωγής, με τη διαφορά πως τοποθετεί τη δράση των έργων του σε αστικό περιβάλλον. Χαρακτηριστική στο έργο του είναι η κυριαρχία των ανθρωπιστικών αισθημάτων, της συμπάθειας του συγγραφέα προς τους ήρωές του και του πεσιμιστικού πνεύματος, που αγγίζει κάποτε τα όρια του μελοδραματισμού, αποδυναμώνοντας κάποιες υπαρκτές νύξεις κοινωνικής κριτικής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Εμμανουήλ Λυκούδη βλ. Αθήνη Στέση, "Εμμανουήλ Σ. Λυκούδης", στο "Η παλαιότερη πεζογραφία μας· από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο", τ. Ζ΄ (1880-1900), Αθήνα, Σοκόλης, 1997, Β[ελλιανίτης] Θ[εόδωρος], "Λυκούδης Εμμανουήλ Σ.", στη "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια", τ. 16, Αθήνα, Πυρσός, 1931, Δημήτρης Γιάκος, "Λυκούδης Εμμανουήλ", στη "Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας", τ. 9, Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Βίκυ Καλαντζοπούλου, "Λυκούδης Εμμανουήλ", στο "Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό", τ. 5, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1986. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).