Θωμόπουλος Χρήστος
Ο Χρήστος Θωμόπουλος γεννήθηκε στο χωριό Σουληνάρι Βοιωτίας το 1912. Καταγόταν από φτωχή πολυμελή αγροτική οικογένεια. Ρίχτηκε αναγκαστικά από μικρός στη βιοπάλη. Αλλά κατάφερε να τελειώσει και Γυμνάσιο. Κι αυτό του έδωσε τη δυνατότητα να φοιτήσει στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στη Χαλκίδα. Από τα μαθητικά χρόνια μυήθηκε στο προοδευτικό κίνημα. Συνδέθηκε και δούλεψε με εργατικά στελέχη. Έγινε μέλος της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ. Το 1940-41 πήρε μέρος στο Αλβανικό μέτωπο σαν έφεδρος αξιωματικός σε μονάδα του Μηχανικού και διακρίθηκε για τη δράση του. Γυρίζοντας στο χωριό του προσλήφθηκε στην Αγροφυλακή και εργάστηκε ως υπάλληλος. Πήρε δραστήρια και από τους πρώτους μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Αναδείχτηκε σε εαμικό και κομματικό στέλεχος στη Βοιωτία. Και αργότερα πέρασε στην Εθνική Πολιτοφυλακή. Μετά την απελευθέρωση και τον Δεκέμβρη του 1944, πιάνεται και κλείνεται στη φυλακή. Με ψεύτικες κατηγορίες καταδικάζεται σε θάνατο. Έζησε επί 20 χρόνια στα μεσαιωνικά κάτεργα. Σακατεύτηκε η υγεία του. Απολύθηκε το 1963. Με το πραξικόπημα της Χούντας το 1967 στέλνεται εξορία στη Γιούρα και τη Λέρο. Συμπληρώνει άλλα 5 χρόνια κρατούμενος. Απολύεται το 1971 σαν βαριά άρρωστος. Συνδέεται με την Οργάνωση του Κόμματος στην Αθήνα. Δουλεύει στο αντιδικτατορικό κίνημα. Μετά τη νομιμοποίηση του Κόμματος συνεχίζει όσο μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Τελικά, τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες στις φυλακές και στα ξερονήσια, οι αρρώστιες, τον οδήγησαν το 1978 στο θάνατο. Μέχρι την τελευταία του πνοή έμεινε πιστός κι αταλάντευτος στο ΚΚΕ και στο λαό. Διακρινόταν για το ήθος, την ανιδιοτέλεια, την αυτοθυσία του. Η ζωή, όπως προβάλλει μέσα κι απ' τις αναμνήσεις του, διδάσκει, παραδειγματίζει και διαπαιδαγωγεί τις νεότερες γενιές των αγωνιστών.
Ο δρόμος ενός δεσμώτη
Θωμόπουλος Χρήστος
Εντός (2001)
"Ο καιρός ήταν απαίσιος, χιόνιζε συνέχεια. Βαδίζαμε στα κουτουρού. Το χιόνι ήτανε πάρα πολύ. Καθίσαμε κάτω από ένα έλατο για να ξεκουραστούμε και όπως είμαστε τσακισμένοι από την κούραση και την αγωνία, μας πήρε για λίγο ο ύπνος. Αργότερα, ηύραμε μια σπηλιά κι εκεί καθίσαμε, κόψαμε ξερά έλατα κι ανάψαμε φωτιά για να ζεσταθούμε. Καθίσαμε κανα-δυο μέρες και ύστερα κατεβήκαμε στο χωριό. Ήτανε όμως καμένο, ψυχή δεν σάλευε". (απόσπασμα από το βιβλίο) Περιγράφοντας με γλώσσα λιτή και απέριττη, μικρές καθημερινές στιγμές από τη ζωή στα χωριά της Κωπαΐδας, τη δεκαετία του 193...