Γουζέλης Δημήτριος
Gouzélis Dimítrios
Δημήτριος Γουζέλης (1774- 1843). Ο Δημήτριος Γουζέλης γεννήθηκε το 1774 στη Ζάκυνθο, γιος του Διονυσίου Ι. Γουζέλη και της Ισαβέλλας κόρης του Δημητρίου Μαρτελάου. Είχε δύο αδέρφια, τον Ιωάννη και τη Ρουμπίνη. Ανιψιός και μαθητής του ποιητή Αντώνιου Μαρτελάου, μελέτησε κοντά του σε νεαρή ηλικία την ελληνική και λατινική γραμματεία. Ο Μαρτελάος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του νεαρού τότε Γουζέλη. Στη συνέχεια φοίτησε στη Σχολή του Φραγκισκανικού μοναστηριού Santa Maria delle Grazie, όπου έμαθε ιταλικά και γαλλικά, κοντά στον ιερέα Nicolo Reinaud. Ενθουσιώδες και ανήσυχο πνεύμα, κατά την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας στα Επτάνησα τάχθηκε υπέρ των γάλλων δημοκρατικών, επηρεασμένος από τις ιδέες του Διαφωτισμού και του Ναπολέοντα. Το 1793 έγινε μέλος της Λέσχης Καρμανιόλων, που ίδρυσε ο τότε γάλλος πρόξενος στη Ζάκυνθο Constantine – Hyacinte Guys, ενώ πήρε μέρος και στην ενθουσιώδη υποδοχή των γάλλων δημοκρατικών στο νησί, που μετά τη λήξη της Ενετοκρατίας (1797) σήμανε την μετατροπή των Επτανήσων σε κτήση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Την ίδια περίοδο παντρεύτηκε την Αγγελική Βλάχου, ενώ τον επόμενο χρόνο έγινε λοχαγός της Γαλλικής Πολιτοφυλακής. Με το αξίωμα αυτό αγωνίστηκε υπό τον Κόντε Δημήτριο Μερκάτη και συνελήφθη από τον ρωσοτουρκικό στρατό μετά την παράδοση της γαλλικής φρουράς του κάστρου της Ζακύνθου. Κατέληξε στις τουρκικές φυλακές Bagnia στην Κωνσταντινούπολη. Ελευθερώθηκε μετά την υπογραφή της γαλλοτουρκικής συνθήκης και επέστρεψε στη Ζάκυνθο. Η αρνητική υποδοχή που του επιφύλαξαν οι αριστοκρατικοί κύκλοι του νησιού τον ανάγκασε να φύγει ξανά (είχε νωρίτερα χωρίσει από την Αγγελική Βλάχου), αρχικά για την Τεργέστη και από εκεί για το Μιλάνο, όπου έγινε υπολοχαγός της γαλλικής λεγεώνας του Ναπολέοντα. Το 1801 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου πήρε το βαθμό του λοχαγού και έμεινε για ένα χρόνο. Ασαφείς παραμένουν ακόμη οι πληροφορίες σχετικά με τραυματισμό του σε μάχη το 1810 και φυλάκισή του σε καθολική μονή. Μετά την πτώση του Ναπολέοντα έφυγε στη Βενετία και από εκεί στην Τεργέστη, όπου ασχολήθηκε με φιλολογικές μελέτες και μεταφράσεις και εργάστηκε ως δάσκαλος στο σχολείο της ελληνικής παροικίας, σε σπίτια ελλήνων εμπόρων και στη σχολή Scuole Reali. Το 1819 μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και με την έναρξη της ελληνικής επανάστασης στάλθηκε αρχικά στη Ζάκυνθο, όπου στρατολόγησε συμπατριώτες του και πέρασε στην Πελοπόννησο. Πολέμησε στην Τριπολιτσά, στην πολιορκία της Μεθώνης και του Νεοκάστρου (σημερινή Πύλος) και αλλού, ενώ πήρε μέρος και στις προεπαναστατικές πολιτικές κινήσεις των ελλήνων αγωνιστών. Για τη δράση του διώχτηκε από τις Βρετανικές Αρχές της Ζακύνθου και καταδικάστηκε ερήμην του σε εξορία και δήμευση της περιουσίας του. Το 1825 ξαναπαντρεύτηκε. Λίγα χρόνια αργότερα έμεινε χήρος. Μετά τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους ανέλαβε δικαστικά αξιώματα και συμμετείχε ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις, παραιτήθηκε ωστόσο μετά από παραχώρηση γαιών στο όνομά του στον Πύργο Ηλείας από την επαναστατική κυβέρνηση, ως ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς του στον Αγώνα. Εκεί αποσύρθηκε ως το θάνατό του, το 1843. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σημάδεψε ο θάνατος του μοναχογιού του, καρπού του δεύτερου γάμου του, το 1839. Στο χώρο της λογοτεχνίας ο Γουζέλης ασχολήθηκε με την ποίηση, το ηρωικό έπος, τη μετάφραση και το πατριωτικό δράμα, πήρε ωστόσο την ξεχωριστή θέση του στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας χάρη στη νεανική κωμωδία του Ο Χάσης, η οποία πρωτοκυκλοφόρησε το 1790 και σε δεύτερη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη μορφή το 1795. Ο Χάσης θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά έργα του νεοελληνικού θεάτρου, κυρίως ενδιαφέρει για τη γλώσσα του, η οποία παρουσιάζει έντονα το στοιχείο του επτανησιακού ιδιώματος, τους τύπους των ηρώων, τη σατιρική του διάθεση και τη στιχουργία του. Ειδικότερα τοποθετείται αφ’ ενός στο τέλος της κρητοεπτανησιακής παράδοσης στο χώρο της κωμωδίας και αφ’ ετέρου ως απαρχή της ηθογραφικής ελληνικής κωμωδίας του 19ου αιώνα. Πληροφορίες αναφέρουν πως παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1800 στη Ζάκυνθο κατά τη διάρκεια της Αποκριάς, ενώ ήδη από το 1795 σκηνές του χρησιμοποιήθηκαν ως ‘ομιλίες’ σε αποκριάτικες γιορτές από ερασιτέχνες ηθοποιούς. Επίσημα και με την τελική μορφή του το έργο παραστάθηκε στο θέατρο Αδάμ της Ζακύνθου γύρω στο 1826. Άλλα έργα του Γουζέλη, τα οποία ωστόσο δεν προκάλεσαν ανάλογη του Χάση αίσθηση, είναι Το πολεμιστήριον σάλπισμα (1827), Τα κατά τους Έλληνας (1833) Η μεγαλοφιλία του Φιντίου και του Δάμωνος (πατριωτικό δράμα 1835), Γνωμικά διάφορα ενδόξων ανδρών ελλήνων και αλλογενών, έτι δε και αινίγματα και έτερα τινά (1836), κ.α. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα Σπάθης Δημήτρης, «Γουζέλης Δημήτριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 3. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985 και «Ο ποιητής Δημήτριος Γουζέλης (1774-1843)», Ο Χάσης (Το τζάκωμα και το φτιάσιμον)· Κριτική έκδοση Ζήσιμος Χ. Συνοδινός, σ.21-41. Αθήνα, Ωκενίδα, 1997. (Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).