Jorge Lídia 1946-
Η Λίντια Ζορζ γεννήθηκε το 1946 στο Boliqueime, μικρό χωριό της περιοχής Αλγκάρβι, στο νότο της Πορτογαλίας. Είναι καθηγήτρια της ρομανικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λισαβόνας. Το 1970 εγκαταστάθηκε στη Μοζαμβίκη κι έζησε από κοντά τη φρίκη του Αποικιακού Πολέμου (Στο μυθιστόρημά της "Η ακτή των ψιθύρων" που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, η ηρωίδα της, σύζυγος αξιωματικού, περιγράφει τις ωμότητες του πορτογαλικού στρατού). Η Ζορζ εμφανίσθηκε στη λογοτεχνία το 1980 με το μυθιστόρημά της "O dia dos Prodigios" και αμέσως χαιρετίσθηκε από την κριτική ως η αποκάλυψη της νεότερης πορτογαλικής λογοτεχνίας. Τα πρώτα της βιβλία, με έντονο ποιητικό ύφος, συνδέονται με το ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού. Σταδιακά όμως, η Ζορζ στρέφεται προς το ρεαλισμό. Χαρακτηριστικό δείγμα της στροφής αυτής "Ο κήπος δίχως όρια" που εκδόθηκε το 1995 και τιμήθηκε στην Πορτογαλία με το Premio Bordallo de Literatura de Casa da Imprensa και στη Γερμανία με το βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος. Άλλα βιβλία της: "O Cais das Merendas" (1982), "Noticia da Cidade Silvestre" (1984), "A Costa dos Murmurios"/"Η ακτή των ψιθύρων" (1988), "A Ultima Dona"/"Η τελευταία γυναίκα" (1992), "Marido e Outros Contos"/"Ο σύζυγος και άλλες ιστορίες" (διηγήματα, 1997), "O Vale da Paixao"/"Η κοιλάδα των παθών" (1998), "O Vento Assobiando nas Gruas"/"Ο άνεμος φυσάει τους γερανούς" (2002), "O Belo Adormecido"/"Ο ωραίος κοιμώμενος" (διηγήματα, 2004), "Combateremos a Sombra"/"Να πολεμήσουμε τη σκιά" (2007), "A Noite das Mulheres Cantoras"/"Η νύχτα που τραγουδούσαν οι γυναίκες" (2011), κ.ά. Έχει γράψει επίσης ιστορίες για νέους και θεατρικά έργα. Τα έργα της έχουν μεταφρασθεί στα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ισπανικά, ολλανδικά, ουγγρικά, ιταλικά και σουηδικά. Στα βιβλία της η Ζορζ δίνει το λόγο στις γυναίκες. Την ενδιαφέρει το πώς αυτές παρατηρούν τη χώρα τους, την Πορτογαλία, να ταλαντεύεται ανάμεσα στην παράδοση και τον εκσυγχρονισμό. Η ίδια η Ζορζ λέει πως μόνο οι γυναίκες μπορούν να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του κόσμου γιατί, καθώς έμειναν για πολλά χρόνια στο περιθώριο, κατέχουν πια τη θέση του προνομιακού παρατηρητή.