Castelo Branco Camilo
O Camilo Ferreira Botelho Castelo Branco (1825-1890) είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Πορτογαλίας. Πολυσχιδής προσωπικότητα, υπήρξε χρονικογράφος, ιστοριογράφος, κριτικός, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής. Πολυγραφότατος -έγραψε πάνω από 250 έργα, με το όνομά του ή με διάφορα ψευδώνυμα-, είναι ο πρώτος Πορτογάλος συγγραφέας που έζησε από την πένα του. Νόθος γιος ενός αριστοκράτη και μιας νεαρής κοπέλας του λαού, ο Καμίλο, όπως τον αποκαλούν με το μικρό του όνομα στοργικά οι συμπατριώτες του, έμεινε, παιδί ακόμη, ορφανός και από τους δύο γονείς του, και γνώρισε από νωρίς την περιπλάνηση, την περιφρόνηση και την κοινωνική αδικία. Η ζωή του υπήρξε πλούσια σε ερωτικές περιπέτειες, ασίγαστα πάθη, οικογενειακές δυστυχίες και συγγραφικό μόχθο. Η τέχνη του στρέφεται γύρω από το ανθρώπινο πεπρωμένο, την κοινωνία και τους κανόνες της, υπέρμαχος των δικαιωμάτων της καρδιάς έναντι των κοινωνικών συμβάσεων και ενός μεταφυσικού θρησκευτικού αισθήματος έναντι της διαφθοράς του κλήρου και της Εκκλησίας. Αναγνωρίζουμε το πλούσιο οικογενειακό και βιωματικό υλικό που έχει στη διάθεσή του ο Καμίλο, μετουσιωμένο με τρόπο ευρηματικό στο λογοτεχνικό του έργο, το οποίο, αν και εντάσσεται στο ρομαντισμό, καθότι η πλοκή των έργων και οι χαρακτήρες των ηρώων ακολουθούν τους κανόνες του, απεικονίζει ωστόσο ρεαλιστικές τεχνικές στις αναλύσεις των συναισθημάτων, της ψυχολογίας και της δράσης των μυθιστορηματικών του προσώπων, αφήνοντας έτσι αναπάντητο για τους μελετητές του το ερώτημα αν υπήρξε οπαδός του ρομαντισμού, του ρεαλισμού ή του νατουραλισμού, καθώς παραμένει έξω από σχολές και κανόνες. Ο Καμίλο, απειλούμενος με ολική τύφλωση, αυτοκτόνησε την 1η Ιουνίου του 1890, σε ηλικία εξήντα πέντε ετών, επιλέγοντας την έξοδο από τη ζωή μπροστά στο αδυσώπητο πεπρωμένο: "Η ζωή των ανεπανόρθωτα δυστυχισμένων, αν τους απαγορευόταν η καταφυγή στην αυτοκτονία, θα ήταν μια δόλια κοροϊδία εκ μέρους του Δημιουργού" .
Ολέθριος έρωτας
Castelo Branco Camilo
Νεφέλη (2011)
Είμαστε στη δέκατη τρίτη μέρα του μηνός Μαρτίου του 1805. Ο Σιμάο βρίσκεται σε ένα συνηθισμένο κελί στις φυλακές του Eφετείου του Πόρτο. Μια σανίδα για ύπνο, ένα ναυτικό στρώμα, ένα τραπέζι, μια καρέκλα από πεύκο και κάποια ρούχα αντί για μαξιλάρι συνθέτουν την επίπλωσή του. Πάνω στο τραπέζι υπάρχει ένα ξύλινο μαύρο κασελάκι, μέσα στο οποίο βρίσκονται τα γράμματα της Τερέζας, μπουκέτα από αποξηραμένα λουλούδια, τα χειρόγραφα από το μπουντρούμι του Βιζέου και μια ποδιά της Μαριάννας, η τελευταία που φορούσε την ημέρα της δικαστικής απόφασης, πάνω στην οποία είχε σκουπίσει...