Shalamov Varlam 1907-1982
Ο Βαρλαάμ Τίχονοβιτς Σαλάμοφ γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου (5 Ιουλίου με το παλιό ημερολόγιο) στην επαρχιακή πόλη της βόρειας Ρωσίας, τη Βολογκντά το 1907, η οποία βρισκόταν στην ίδια απόσταση τόσο από την Μόσχα όσο και από την Πετρούπολη, τις δύο πρωτεύουσες της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, της εποχής εκείνης. Ο πατέρας του συγγραφέα, Τίχον Νικολάγιεβιτς, ιερέας, ήταν ο επιφανής παράγων της πόλης, γιατί όχι μόνο ιερουργούσε στην εκκλησία, αλλά είχε και έντονη κοινωνική δράση, υποστήριζε τις σχέσεις με τους εξόριστους επαναστάτες, έβγαζε πύρινους λόγους κατά του κινήματος των Μελανών Εκατονταρχιών, έδινε την δική του προσωπική μάχη για την εκπαίδευση του απλού λαού, για την μύησή του στις γνώσεις και τον πολιτισμό. Επί έντεκα σχεδόν χρόνια έζησε στην Αλάσκα ως ορθόδοξος ιεραπόστολος, ήταν άνθρωπος με ευρωπαϊκή κουλτούρα, με ανοιχτούς ορίζοντες της σκέψης του, πράγμα, που όπως ήταν φυσικό, του προκαλούσε διάφορα προβλήματα. O κόσμος της νιότης, της ποίησης και των ελπίδων για τον Βαρλάμ Σαλάμοφ καταστράφηκε τόσο εύκολα, όσο και ο τεράστιος δικέφαλος αετός που αποκαθηλώθηκε από το αέτωμα του Γυμνασίου Αρρένων της Βολογκντά, στο οποίο φοίτησε ο συγγραφέας από το 1914 έως το 1918. Το 1923 ο Βαρλάμ Σαλάμοφ ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην δευτεροβάθμια τεχνική σχολή. Το 1924 εγκαταλείψει για πάντα «την πόλη της νιότης του», το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το 1926 ο Σαλάμοφ γίνεται δεκτός στη σχολή Σοβιετικού Δικαίου του Πανεπιστημίου της Μόσχας. Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ συμμετείχε ενεργά στα γεγονότα του 1927, 1928 και 1929 στην πλευρά της Αντιπολίτευσης. Στις 19 Φεβρουαρίου 1929 συλλαμβάνεται επειδή μοίραζε με προκηρύξεις την "Τελευταία διαθήκη του Β. Ι. Λένιν". Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ καταδικάζεται σε τριετή εγκλεισμό σε στρατόπεδο καταναγκαστικών έργων και με ειδικό τμήμα μεταγωγών στάλθηκε στο στρατόπεδο Βισέρα, στην βόρεια περιοχή της οροσειράς των Ουραλίων Ορών. Στις 12 Ιανουαρίου 1937 ο Βαρλάμ Σαλάμοφ "ως πρώην οπαδός της Αντιπολίτευσης" συλλαμβάνεται και πάλι και καταδικάζεται "για αντεπαναστατική τροτσκιστική δράση" σε πενταετή φυλάκιση σε στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων ιδιαίτερα βαριάς χειρονακτικής εργασίας. Το 1943 του επιβάλλεται νέα ποινή για αντισοβιετική προπαγάνδα.: είχε αποκαλέσει τον Ιβάν Μπούνιν, ο οποίος είχε διαφύγει στο εξωτερικό "μεγάλο Ρώσο κλασσικό συγγραφέα". Η γνωριμία του με τους γιατρούς του στρατοπέδου αποδείχτηκε σωτήρια για τον συγγραφέα. Χάρη στη βοήθειά τους, σπούδασε στη σχολή νοσηλευτών και εργάστηκε στο κεντρικό νοσοκομείο των κρατουμένων μέχρι την απελευθέρωσή του από το στρατόπεδο. Επέστρεψε στη Μόσχα το 1952 αλλά οι αρχές δεν του χορήγησαν άδεια παραμονής και έτσι υποχρεώθηκε να επιστρέψει στην περιοχή Καλίνιν όπου εργάστηκε ως υπάλληλος σε εργοστάσιο παραγωγής τύρφης. Ο Βαρλάμ Σαλάμοφ αποκαταστάθηκε ως θύμα των διώξεων της σταλινικής τρομοκρατίας το 1954. Στη συνέχεια η μοναχική του ζωή ήταν αφιερωμένη στη συγγραφή. Η μοίρα δεν ήταν καλή με τον Σαλάμοφ. "Οι νύχτες της Κολιμά" δεν δημοσιεύτηκαν όσο ζούσε. Ελάχιστα ποιήματα του δημοσιεύτηκαν σε ορισμένα λογοτεχνικά περιοδικά. Το καθεστώς δεν μπορούσε να τον συγχωρήσει. Ήταν ένας ενοχλητικός αυτόπτης μάρτυς. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μισότυφλος, κωφός, χτυπημένος από τη νόσο του Πάρσκισον, τα πέρασε σε ίδρυμα αναπήρων της Ένωσης Σοβιετικών Συγγραφέων, απομονωμένος από τον υπόλοιπο κόσμο και ανυπεράσπιστος απέναντι στην απάνθρωπη σοβιετική κατασταλτική ψυχιατρική, η οποία με γνωματεύσεις ειδικών ιατρικών επιτροπών τον κρατούσε όμηρο. Ελάχιστοι άνθρωποι τον επισκέπτονταν τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Κυρίως νέα παιδιά, φοιτητές και λογοτέχνες που προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο του Βαρλάμ Σαλάμοφ. Πεθαίνει το 1982.