Sereni Vittorio 1913-1983
Ο Βιτόριο Σερένι γεννήθηκε στο Luino του Lago Maggiore στις 27 Ιουλίου 1913. Συμπλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές στην Μπρέσια, όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας του, τελωνειακός υπάλληλος. Μια νέα μετάθεση του πατέρα του τον οδήγησε τελικά στο Μιλάνο, το 1933. Στο Μιλάνο ο Β.Σ. σπούδασε φιλολογία και το 1936 πήρε το πτυχίο του παρουσιάζοντας τη διατριβή του για το ποιητικό έργο του Γκουίντο Γκοτζάνο. Εκείνα τα χρόνια είχε συντρόφους του στις σπουδές και στις πρώτες λογοτεχνικές εμπειρίες την Αντονία Ρότσι, τον Έντζο Πάτσι, τον Τζόσουε Μπονφάτι, την Ντάρια Μενικάντι, τον Λουτσιάνο Αντσέσκι, που είχαν συγκεντρωθεί γύρω απ' τον φιλόσοφο Αντόνιο Μπάνφι. Γνωρίζει επίσης και δημιουργεί φιλίες με κριτικούς, ποιητές και συγγραφείς που διέμεναν τότε στο Μιλάνο: τον Τζιανσίρο Φερράτα, τον Σέρτζιο Σόλμι, τον Ρομπέρτο Ρεμπόρα, τον Κάρλο, τον Αλφόνσο Γκάττο και άλλους. Το 1937 δημοσιεύει για πρώτη φορά, δυό ποιήματα στο περιοδικό Frontespizio με ένα κριτικό σημείωμα τον Κάρλο Μπεττόκι. Συνεργάζεται επίσης στα περιοδικά που εκδίδονταν στην Φλωρεντία, Letteratura και campo di Matre. Είναι ένας απ' τους ιδρυτές και συντάκτες του δεκαπενθήμερου περιοδικού "Corrente" του Μιλάνου, και για λογαριασμό των εκδόσεων του περιοδικού δημοσιεύει το 1941 την πρώτη του ποιητική συλλογή "Frontiera". (Β΄ εκδ. με πολλά νέα ποιήματα και με τον τίτλο "Poesie" το 1942 από τις εκδ. Valecchi, γ' έκδοση αναθεωρημένη και με τον αρχικό τίτλο το 1966 από τις εκδ. Cheiwiller). Η "frontiera" (Μεθόριος) τίτλος πολυσήμαντος (τα πραγματικά σύνορα που φαίνονται σχεδόν από το Λουίνο, μεταξύ Ιταλίας και Ελβετίας ή καλύτερα μεταξύ φασιστικής Ιταλίας και πολιτισμένης Ευρώπης, αλλά και μεταφορικά η "γραμμή της σκιάς" του Κόνραντ, για την οποία μίλησε ο Μουσκέτα που χωρίζει το εδώ και τώρα του ποιητή από ένα απειλητικό μέλλον), είναι γεμάτος πάθος ελεγείο της νεότητας που δύει, μαζί με την εξαφάνιση μιας εποχής που ραγίζουν ένα παρόν κι ένα ειδυλλιακό τοπίο, του οποίου κύριο σύμβολο -ηρεμία και μονιμότητα - είναι η "λίμνη". Ο Β. Σερένι παρουσιάζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο σε μια εποχή που όχι μόνον ο Ουνγκαρέτι αλλά και ο Μοντάλε (το πρώτο βιβλίο του Μ., "Τα κόκαλα σουπιάς" είναι του 1925, το δεύτερο "Οι ευκαιρίες" του 1939) αποτελούν ήδη παράδοση. Σε ένα κείμενο του 1940 ("Posizione Verso Μοντάλε" Θέση απέναντι στον Μοντάλε) είναι ο ίδιος ο Β. Σερένι που μας διηγείται το κλίμα έντονης πνευματικής ζωής και πυκνών λογοτεχνικών αναζητήσεων που χαρακτήριζε τα χρόνια των πρώτων του ποιημάτων "είχαμε φτάσει σε μια κατάτμηση στίχων και εικόνων, σε μια επιλογή υποκειμένων και τοπίων που θα μπορούσαμε να ξαναχρησιμοποιήσουμε...". Γίνεται επομένως κατανοητό πως, στο μικρό χρονικό διάστημα που χωρίζει τους λεπτούς μα σταθερούς στίχους της "Frontiera" απ' τα πρώτα ποιήματα των ερμητιστών, ο Β. Σερένι είχε αφομοιώσει πλήρως το ιδίωμα του ερμητισμού. Αυτό που διαφοροποιεί τα ποιήματα του νεαρού Σερένι είναι οι γόνιμες επαφές του με τον νέο-ιμπρεσιονισμό του Αττίλιο Μπερτολούτσι και του Λεονάρντο Σινισγκάλλι, χάριν μιας πρώιμης ανάγκης για πιστότητα στο χρόνο και στις περιστάσεις του προσωπικού βιώματος (ανάγκη που θα οδηγήσει αργότερα πολύ κοντά στο ποιητικό μάθημα του Ουμπέρτο Σάμπα) που έχουν ως αποτέλεσμα τη ζύμωση της "ονειροπόλου ουσιαστικότητας" των ερμητικών με τη "διήγηση" συγκεκριμένων καταστάσεων. Στο μεταξύ ο Β. Σερένι παντρεύεται και εργάζεται για ένα διάστημα, πριν κληθεί στον Πόλεμο, ως φιλόλογος σε ένα γυμνάσιο της Μόντενα, Αξιωματικός του Πεζικού περιπλανιέται στα Βαλκάνια, στην Ελλάδα και στη Σικελία, όπου πέφτει αιχμάλωτος των Συμμαχικών Δυνάμεων, στο μέτωπο του Τράπανι στις 24 Ιουλίου 1943. Για δύο χρόνια ζει στα στρατόπεδα αιχμαλώτων της Αλγερίας και του Γαλλικού Μαρόκου, κοντά στην Καζαμπλάνκα. Μαρτυρία αυτής της οδυνηρής περιόδου είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή "Diario d' Algeria" (Ημερολόγιο της Αλγερίας), που δημοσιεύεται από τις εκδ. Vallecchi το 1947 (β' έκδοση με αλλαγές στην δομή και με νέα ποιήματα από τις εκδ. Mondadori το 1965). Το "Ημερολόγιο της Αλγερίας" αποτελεί συγχρόνως σημείον αφίξεως και προσπεράσεως του ερμητισμού με την έννοια πως το θέμα της "απουσίας" (κεντρικός πυρήνας της ποιητικής των ερμητικών), εδώ μετατρέπεται σε αίσθημα απουσίας από μια συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα, με την οποία όμως είναι αναπόφευκτη η αναμέτρηση. Παραδειγματική περιπέτεια που εκκρεμεί μεταξύ της ιστορικής αναφοράς και της βιωματικής αλληγορίας, το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής αισθάνεται στη ζωή "περαστικός" και "αιχμάλωτος" (ενδεικτικές οι δύο συμβολικές του εικόνες σαν "εκστατικός οδοιπόρος" και σαν "νεκρός για πόλεμο και για ειρήνη"). Επιστρέφοντας στην Ιταλία ο Β. Σερένι εξασκεί πάλι το επάγγελμα του φιλολόγου σε ένα Λύκειο του Μιλάνου, μέχρι το 1952 όταν παραιτείται και προσλαμβάνεται στο διαφημιστικό τμήμα της βιομηχανίας Pirelli. Από το 1958 μέχρι και το 1981 εργαζόταν στον εκδοτικό οίκο Mondadori ως σύμβουλος εκδόσεων. Συντάκτης στο περιοδικό Rassegra D' Italia κι έπειτα συνδιευθυντής με τον Nicolo Gallo στο περιοδικό Questo e Altro (1962-1964) συνεχίζει τις συνεργασίες του με διάφορα περιοδικά: Prospettive, Aut-Aut, Approdo, Paragone, IL Verri. Γράφει επίσης κριτική βιβλίων για τις στήλες των εφημερίδων Milano Sena, L' Avanti L' Unita και τώρα για την Corriere della serra. Στην περίοδο 1947-1962 μεταφράζει κείμενα των Jolien Green, Paul Valery, Ezra Pound, William Carlow Williams, Rene Char, δείχνοντας ενδιαφέρον για ποιητές τελείως διαφορετικούς από τον ίδιο, ενώ προτιμά (όπως δήλωσε σε συνέντευξη του), τόσο τον Αριόστο όσο και τον Πετράρχη, τον Μπωντλαίρ όσο τον Λεοπάρντι, τον Καβάφη και τον Σεφέρη όσο τον Salinas και τον Cemuda. Το 1962 και το 1964 δημοσιεύει δύο συλλογές με πεζογραφήματα: "Gli Immediati Dintorni" (έκδ. il saggiatore) και "L' Opzione e Allegati" (εκδ. Scheiwiller). Ένα τρίτο βιβλίο με πεζογραφήματα θα κυκλοφορήσει το 1980. "il Sabato Tedesco" (εκδ. Saggiatore). Το 1965 εκδίδει την τρίτη ποιητική συλλογή, που συγκεντρώνει το έργο μιας ολόκληρης εικοσαετίας: "Gri Strumenti Umani"(β' έκδοση με την πρόσθεση ενός καινούργιου ποιήματος, πάντα από τις εκδόσεις Einaudi το 1975). Σε αντίθεση με τη μονοθεματικότητα των δύο πρώτων συλλογών, στα Ανθρώπινα Εργαλεία ο Σερένι δίνει πνοή σε ένα πλατύ σχέδιο "λυρικού μυθιστορήματος". Η ψυχολογία και τα προσωπικά βιώματα του ποιητή που ερμήνευσε καλύτερα απ' οποιοδήποτε άλλον τη μετάβαση στην Ιταλία από μια κοινωνία ατομικών διεκδικήσεων σε μια κοινωνία ομαδικών συγκρούσεων από μια προ - βιομηχανική κουλτούρα σε μια κουλτούρα των μαζών από μια επαρχιακή και μικροαστική αξιοπρέπεια σε, μια προβληματική κρίση ανθρωπολογικής ανανέωσης. Η σχέση όμως του ανθρώπου Σερένι με αυτή τη νέα πραγματικότητα είναι για μια ακόμα φορά σχέση αποξένωσης λες και συνεχίζεται γι' αυτόν η κατάσταση της αιχμαλωσίας στην Αλγερία, που του απαγόρευσε να λάβει μέρος στα αποφασιστικά ραντεβού της ιστορίας, με τον Πόλεμο και κυρίως με την Αντίσταση. Είναι ακριβώς σε αυτή τη σχέση, σε αυτό το χάσμα, ανάμεσα στην άρνηση του να ασπασθεί μια οποιαδήποτε ιδεολογία και στην επιτακτική ανάγκη να απαντήσει πάντα τίμια και σταθερά στις ερωτήσεις που θέτουν οι καιροί, που βρίσκονται οι πιο ζωτικές ρίζες της ποίησης του Σερένι. Παράλληλα με την πλούσια θεματολογία των Ανθρώπινων εργαλείων (και ακόμα περισσότερο στα πιο πρόσφατα ποιήματα του που έχει δημοσιεύσει σε περιοδικά ή σε μικρές εκδόσεις εκτός εμπορίου) είναι η εκπληκτική ανάπτυξη της "μορφής": μια γραφή σε πολλαπλά επίπεδα πολυφωνικής, (όχι μόνον γιατί ο ποιητής δανείζει τη φωνή του σε τρίτα πρόσωπα) που διευρύνει το αρχικό θέμα διαμέσου ομόκεντρων κύκλων, με αποτέλεσμα να μας δώσει ποιήματα έντονης λυρικής πυκνότητας σε ένα μετρημένο και καθαρότατο λεξιλόγιο. Μετά τη δημοσίευση των Ανθρώπινων εργαλείων το ενδιαφέρον της κριτικής γι' αυτόν τον ποιητή, που πριν ήταν περιορισμένο σε λίγες αν και σημαντικές φωνές, μεγάλωσε εκπληκτικά. Η επιρροή του, όχι μόνον στους νεώτερους ποιητές άλλα και στους συνομήλικους του, γίνεται με το πέρασμα του χρόνου ολοένα και πιο ευδιάκριτη. Σήμερα κατά γενική ομολογία, ο Β. Σερένι θεωρείται, μαζί με τον Μάριο Αούτζι, ο μεγαλύτερος ποιητής της γενιάς που ακολουθεί εκείνη του Μοντάλε. Πέθανε το 1983.