Brando Marlon
Brando Marlon
Ο Μάρλον Μπράντο γεννήθηκε στην Ομάχα της πολιτείας Νεμπράσκα των ΗΠΑ στις 3 Απριλίου του 1924. Το 1935, οι γονείς του χώρισαν και ο μικρός Μπράντο μαζί με τα δύο του αδέλφια ακολούθησε την μητέρα του στην Αγία Άννα της Καλιφόρνιας. Το 1937, οι γονείς του συμφιλιώθηκαν και εγκαταστάθηκαν στο Λίμπερτυβιλ κοντά στο Σικάγο. Προικισμένος με έμφυτο υποκριτικό ταλέντο, αλλά και ατίθασος ως μαθητής, ο Μπράντο πήγε στην Νέα Υόρκη για να σπουδάσει ηθοποιία στο New School και κατόπιν στο Actors' Studio, που διηύθυναν ο Λη Στράσμπεργκ (Lee Strasberg) και η Στέλλα Άντλερ (Stella Adler). Το 1944 ανέλαβε τον πρώτο του μεγάλο ρόλο στην δραματική θεατρική κωμωδία "Θυμάμαι τη μαμά" ("I Remember Mama"), που παίχθηκε στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης. Η παράσταση απέτυχε οικονομικά, αλλά οι κριτικές για τον Μπράντο ήταν ιδιαιτέρως καλές. Το 1947, ανέλαβε τον ρόλο του Στάνλεϋ Κοβάλσκι στο θεατρικό δράμα του Τέννεσση Γουίλιαμς "Λεωφορείο ο Πόθος" ("A Streetcar Named Desire") σε σκηνοθεσία του Ηλία Καζάν. Το 1951, ο Μπράντο υποδύθηκε τον Στάνλεϋ Κοβάλσκι στην κινηματογραφική μεταφορά του "Λεωφορείου ο Πόθος", πάλι σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν. Για τον ρόλο αυτό, καθώς και για τους πρωταγωνιστικούς του ρόλους στις ταινίες "Βίβα Ζαπάτα" ("Viva Zapata", 1952) και "Ιούλιος Καίσαρ" ("Julius Caesar", 1953), ο Μπράντο προτάθηκε για το βραβείο Όσκαρ. Τελικά, ο Μπράντο τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ το 1954 για τον ρόλο τού Τέρρυ Μαλλόυ στην ταινία του Ηλία Καζάν "Το λιμάνι της αγωνίας" ("On the Waterfront"). Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και καθ' όλη την δεκαετία του 1960, ο Μπράντο πρωταγωνίστησε σε μέτριες έως κακές ταινίες που δεν ανταποκρίνονταν στο υποκριτικό του ταλέντο. Η επιστροφή του Μπράντο σε σημαντικούς ρόλους έγινε με τις ταινίες του Φράνσις Φορντ Κόπολλα "Ο νονός" ("The Godfather", 1972) και "Αποκάλυψη τώρα" ("Apocalypse Now", 1979). Για τον ρόλο του Ντον Κορλεόνε στον "Νονό", ο Μπράντο τιμήθηκε με το βραβείο Όσκαρ, αλλά αρνήθηκε να παραλάβει ο ίδιος το βραβείο, διαμαρτυρόμενος έτσι για την κακομεταχείριση των αφτοχθόνων Ινδιάνων στις ΗΠΑ. Μία άλλη ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο Μπράντο και η οποία προκάλεσε έντονες αντιπαραθέσεις κριτικών για τον ερωτισμό της ήταν το "Τελευταίο ταγκό στο Παρίσι" ("Last Tango in Paris", 1972) σε σκηνοθεσία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Στα ύστερά του χρόνια, ο Μπράντο ανέλαβε ρόλους και πάλι σε μέτριες έως κακές ταινίες, με εξαίρεση τις ταινίες "A Dry White Season" (1989, υποψ. για Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου), "The Freshman" (1990) και "Ντον Χουάν ΝτεΜάρκο" ("Don Juan DeMarco", 1995). Η προσωπική ζωή του Μπράντο υπήρξε το ίδιο ταραγμένη με την επαγγελματική του ζωή. Πάλεψε για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την αποκατάσταση των αυτοχθόνων Ινδιάνων των ΗΠΑ. Παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε έντεκα παιδιά, από τις συζύγους του, τις ερωμένες του καθώς και από υιοθεσία. Αγάπησε με πάθος την Ταϊτή και έζησε εκεί για ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Τον Μάιο του 1990, ο πρωτότοκος γιος του Μπράντο, ο Κριστιάν, δολοφόνησε τον εραστή της ετεροθαλούς αδελφής του, Τσεγιέν. Αργότερα ο Κριστιάν καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ετών, ενώ η Τσεγιέν αυτοκτόνησε σε ηλικία 25 ετών το Απρίλιο του 1995. Φορτωμένος με υπέρογκα χρέη, υπέρβαρος και μάλλον δυστυχής, ο Μάρλον Μπράντο πέθανε από πνευμονικό οίδημα σε νοσοκομείο του Λος Άντζελες την 1 Ιουλίου του 2004.