Καμπουρόπουλος Κωνσταντίνος Ι. 1939-2018
Ο Κωσταντίνος Ι. Καμπουρόπουλος (1939-2018) γεννήθηκε στην Αθήνα. Στην Αθήνα έζησε όλα τα παραγωγικά του χρόνια. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και έγινε δικηγόρος, επάγγελμα από το οποίο εξήλθε συνταξιούχος, μετά από σαράντα πέντε χρόνια ενεργού δράσης. Παράλληλα με την επιστήμη του σπούδασε κλασικό τραγούδι στο Εθνικό Ωδείο και με ιδιωτικά μαθήματα (βαθύφωνος) ζωγραφική δε, σχεδόν ολοκληρωτικά, αυτοδιδασκόμενος. Ως φοιτητής ακόμα συνεργάστηκε με τη χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών έλαβε μέρος σε πολλά φωνητικά σύνολα και εμφανίστηκε ατομικά σε πολλά ρεσιτάλ και συναυλίες ως σολίστ (αίθουσα Φιλολογικού Συλλόγου "Παρνασσός", Ελληνοαμερικανική Ένωση, Θέατρο Κολεγίου Αθηνών, με τη συμφωνική ορχήστρα και τη χορωδία της ΕΡΤ, Γερμανική Εκκλησία κ.ά.). Υπάρχουν αρκετές ηχογραφήσεις του από τις συναυλίες αυτές και από συμπράξεις του σε φωνητικά σύνολα και με άριες από όπερες. (Κάποιες από τις σχετικές αναμνήσεις του περιέχονται στο βιβλίο του "Κορυδαλλός κατασφαγείς μειλιχίως", εκδ. Περίπλους 2011, συνοδευόμενες από CD με ηχογραφήσεις). Στο χώρο της ζωγραφικής εμφανίζεται για πρώτη φορά με ατομική έκθεση το φθινόπωρο του 1981 στην αίθουσα "Συλλογή" (Σε νεοκλασικό κτίριο επί της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας) και συγκεντρώνει επαινετικές κριτικές. Η επόμενη έκθεσή του γίνεται στην αίθουσα "Ώρα", στο Σύνταγμα (νεοκλασικό επί της οδού Ξενοφώντος) το φθινόπωρο του 1984 και την ίδια χρονιά στην Αίθουσα Ανταποκριτών Ελληνικού και Ξένου Τύπου επί της οδού Ακαδημίας. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990 συμμετέχει σε πολλές εκθέσεις συλλογικές στην Ελλάδα (Δήμου Αθηναίων), στο Εξωτερικό (Γερμανία, Μάλτα -όπου και διακρίθηκε στη Bienale). Από το 2000 ως το 2008 διοργανώνει, τρεις ακόμη, ατομικές του εκθέσεις. Και πρώτα η μεγάλη έκθεση της ζωγραφικής του στο Ξενοδοχείο "Hilton" των Αθηνών, όπου εκτίθενται πάνω από διακόσια έργα του. Οι κριτικές και πάλι είναι επαινετικές αλλά όχι ενθουσιώδεις. Ενθουσιώδεις ήταν οι κριτικές για το έργο του στις δύο τελευταίες ατομικές του εκθέσεις. Η πρώτη έγινε το 2003 στον Πολυχώρο "Αθηναΐς", με εκατόν πενήντα έργα και η δεύτερη στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών το 2007 με εκατό έργα. Σε όλες τις εκθέσεις του τα εκθέματα ήταν ελαιογραφίες σε μουσαμά και, σπανιότερα, σε ξύλο. Έργα του υπάρχουν στο Αρσάκειο Μέγαρο, στον Άρειο Πάγο, στον Πολυχώρο "Αθηναΐς", στο Αρχείο της Alpha Bank, στο Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών (Ίδρυμα Βούρου-Ευταξία), στο Δήμο Κηφισιάς και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές. Η τεχνοτροπία του υπήρξε κατά βάση ζωγραφική μορφών (βιζιονισμός) με έναν συνδυασμό του ρομαντικού στοιχείου με δομές σουρεαλιστικού εξπρεσιονισμού. Μεταχειρίστηκε πάντοτε το ελαιόχρωμα και σπανίως ελαφρά υλικά (μόνο σε σκίτσα πρόχειρα ή ακουαρέλες, συχνά γελοιογραφικού χαρακτήρα). Έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα στις 4 Σεπτεμβρίου 2018, σε ηλικία 78 ετών, μετά από πολυετή μάχη με τον καρκίνο. Ο ίδιος έγραψε για τη ζωγραφική του (www.kampouropoulos.gr): "Είμαι Έλληνας ζωγράφος. Γεννήθηκα στην Eλλάδα, από Έλληνες γονείς και ζω στην Eλλάδα. Έχω περάσει το εβδομηκοστό έτος της ηλικίας μου και είμαι πλέον στο τέλος της δημιουργικής μου ζωής. Είμαι Έλληνας τονίζω και σύγχρονος, αφού παραθέτω την ηλικία μου. Το ζωγραφικό μου όμως έργο δεν είναι ελληνικό, με την έννοια ότι δεν διαθέτει κανένα από τα στοιχεία που είθισται να συνθέτουν την ελληνικότητα των έργων των παραδοσιακών, τουλάχιστον, ελλήνων ζωγράφων. Δεν ζωγραφίζω τοπία με το ανεπανάληπτο ελληνικό φώς, παραλίες με ή χωρίς καράβια, με την παγκόσμια μοναδικότητά τους, σκηνές του καθημέρα βίου σε σημερινή αναφορά κλπ. Τίποτα από όλα αυτά. Η ζωγραφική μου έχει σκοτεινούς τόνους, οι θάλασσές μου, όπου υπάρχουν, συνδεόμενες όμως πάντα με μιά αφήγηση, είναι, συνήθως, άγριες (όχι μόνο κυματώδεις αλλά και με μία υποβόσκουσα απειλή). Επίσης το ζωγραφικό μου έργο δεν είναι σύγχρονο ως προς τα θέματά του και ειδικά τα πρόσωπα, τα αντικείμενα ή οι εικόνες του βίου, όποτε γίνονται, αναφέρονται, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, σε ιστορικά προγενέστερες και απόμακρες εποχές. Κυριαρχούμαι από τρείς βασικά δυνάμεις που ανέλεγκτα με καθυποτάσσουν. Τη λατρεία στην παράδοση των μεγάλων δημιουργών της Ευρωπαϊκής Δύσης, χωρίς να αποκλείεται κάποια "πλαγία κλίσις" (Εμπειρίκος στο "Όρθια η σιγή"). Την έμφυτη ροπή μου προς παν εκφρασθέν, είτε ιστορία είναι αυτό είτε μυθοπλασία είτε ποίηση και τη βαρειά παρουσία της μουσικής επάνω μου, που συντριπτικά επικυριαρχεί στο έργο μου και το ποδηγετεί. Δεν υπάρχει ούτε ένας πίνακας ή σχέδιο ή καρικατούρα ή σύνθεση εικαστική, οποιασδήποτε μορφής, που να μη συνοδεύει τη δημιουργία του η μουρμούρα ή (σπάνιο αυτό) και η απλή αναφορά του τίτλου κάποιας μουσικής. Είμαι δεμένος χειροπόδαρα με την κλασική μουσική που εσπούδασα και λάτρεψα αλλά κυρίως με το κλασικό τραγούδι, που χρόνια έχω υπηρετήσει. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρηθεί ότι η μουσική, πολλές φορές όχι μόνο πλάθεται μαζί με το έργο αλλά βγαίνει και έξω απ' αυτό".