Θέος Δήμος 1935-2018
Théos Dímos
Ο Δήμος Θέος γεννήθηκε στα Άγραφα Καρδίτσας, το 1935. Σπούδασε κινηματογράφο στη Σχολή Σταυράκου και ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη και διευθυντής παραγωγής, ενώ ασχολήθηκε και με το θέατρο. Το 1963 σκηνοθέτησε (από κοινού με τον Φώτο Λαμπρινό) τη μικρού μήκους ταινία "Εκατό ώρες του Μάη". Στην ταινία παρουσιάζονται τα γεγονότα της δολοφονίας του ανεξάρτητου βουλευτή της Αριστεράς, Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά κυρίως, μέσω αυτών, αποκαλύπτεται όλη η λειτουργία του παρακράτους η οποία οδήγησε σε αυτή τη δολοφονία. Το 1967, πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, ο Δήμος Θέος σκηνοθετεί μια από τις σημαντικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, το "Κιέριον". Πρόκειται για μια εντελώς πρωτοποριακή ματιά επάνω στην ιστορία αλλά και επάνω στο θέμα που απασχολεί τον σκηνοθέτη σε ολόκληρο το μετέπειτα έργο του: την ενότητα του χρόνου, η οποία επιτυγχάνεται με την προσφυγή στο παρελθόν, σε μια προσπάθεια ένταξής του σε ένα ευρύτερο κοινωνικό όλον. Η ταινία αρχίζει με ένα απόσπασμα από τα "Γεωγραφικά" του Στράβωνα, ενώ στη συνέχεια μας εισάγει στην ιστορία της, που αποτελεί μια σαφή αναφορά στη δολοφονία του αμερικανού δημοσιογράφου Τζορτζ Πολκ, το 1948. Τοποθετώντας τη δράση σε σύγχρονο χρόνο, επιχειρεί μια σύνδεση του χρόνου, θέλοντας να δείξει αυτό που προαναφέρθηκε, δηλαδή τη διαχρονικότητα, την ενότητα του κοινωνικού χωροχρόνου. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η ταινία είναι ένας συγκερασμός δημοσιογραφικής έρευνας και αστυνομικής ταινίας, το πρώτο ελληνικό φιλμ νουάρ, όπως έχει επανειλημμένα ειπωθεί. Επιπλέον, αποτελεί την πρώτη ανοιχτά πολιτική ταινία στην Ελλάδα, αλλά και την πρώτη συλλογική δουλειά αυτού που μετέπειτα ονομάστηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, σε αντιπαράθεση με τον μέχρι εκείνη τη στιγμή δεσπόζοντα εμπορικό κινηματογράφο. Έτσι, πέρα από τη συμμετοχή του Κώστα Σφήκα στο σενάριο (μαζί με τον Θέο), του Γιώργου Πανουσόπουλου στη διεύθυνση φωτογραφίας και του Βαγγέλη Σερντάρη στο μοντάζ, εμφανίζονται σε μικρούς ρόλους πολλοί, γνωστοί στη συνέχεια σκηνοθέτες, όπως ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, ο Σταύρος Τορνές, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Κώστας Σφήκας, ο Κώστας Φέρρης, η Τώνια Μαρκετάκη, ο Γιώργος Κατακουζηνός. Το "Κιέριον" δεν προβλήθηκε στην Ελλάδα παρά μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας, καθώς ήταν απαγορευμένο από τη λογοκρισία. Αφού το είδαν σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, ήρθε η ώρα να το δουν και οι έλληνες θεατές, το 1974, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου και βραβεύτηκε. Οι δύο αυτές πρώτες ταινίες, δηλαδή οι "Εκατό ώρες του Μάη" και το "Κιέριον", μπορούν να ειδωθούν ως μία ενότητα αφού, πέρα από τη θεματική συγγένειά τους (λειτουργία του παρακράτους, κατευθυνόμενη δικαιοσύνη), ενοποιούνται και "από την ποιητική και τη φόρμα της γραφής τους" (περ. "Μονόκερως")· και, ακόμη, "οριοθετούν κυριολεκτικά τη στιγμή και τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννιέται ο αποκαλούμενος Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος". Με τη "Διαδικασία", το 1974, ο Θέος επιχειρεί μια νέα προσέγγιση του μύθου της Αντιγόνης. Η αρχαιοελληνική τραγωδία χρησιμοποιείται με τρόπο που να αναδεικνύεται η διαχρονικότητα των κοινωνικών δομών, μέσω της ανασύνθεσης των δομών του παρελθόντος και της αντιστοίχισής τους με τις σύγχρονες δομές. Έτσι, βλέπουμε την Αντιγόνη να αντιπροσωπεύει τις παραδοσιακές αξίες, σε αντίθεση με τον Κρέοντα, ο οποίος είναι φορέας της νέας δύναμης, της ανερχόμενης εξουσίας. Ως εκ τούτου, η διάσταση του μύθου αποκτά μια διαχρονικότητα και μπορεί να ειδωθεί και μέσα από τη σύγχρονη εποχή. Όλα αυτά, βέβαια, όσο απείχαν από τη συνηθισμένη αναπαράσταση της αρχαιοελληνικής τραγωδίας, άλλο τόσο απείχαν και από το συμβατικό σινεμά, με αποτέλεσμα η κριτική της εποχής να υποδεχτεί τουλάχιστον με αμηχανία την άκρως ενδιαφέρουσα και πρωτοποριακή ανάγνωση του μύθου, όπως την πρότεινε ο Δήμος Θέος. Έπρεπε να περάσουν περίπου δεκατέσσερα χρόνια μέχρι να γυρίσει ο Δήμος Θέος την επόμενη ταινία του. Η χρονιά ήταν το 1988 και η ταινία ο "Καπετάν Μεϊντάνος" ("Η εικόνα ενός μυθικού οπλαρχηγού"). Εδώ, μέσα από μια διαυγή/καθαρή ελληνικότητα, μακριά από κάθε είδους πατριδοκαπηλίες και σοβινισμούς, ο σκηνοθέτης κάνει μια σύνθεση του παρόντος, της ιστορίας και του μύθου. Η αναζήτηση της απάντησης στην ερώτηση "τι είναι πραγματικό" κυριαρχεί σε ολόκληρη την ταινία. Όλα ξεκινούν όταν ένας διπλωμάτης (παρόν) μελετά μια αγιογραφία, η οποία σχετίζεται με τη δράση του Καπετάν Μεϊντάνου, ενός οπλαρχηγού που έδρασε τον 17ο αιώνα. Παράλληλα, παρακολουθούμε την ιστορία της κατασκευής της εικόνας (μύθος), αλλά και τις αφηγήσεις κάποιων μοναχών (ιστορία) για την εικόνα και τον εικονογράφο της. Η έννοια του Τόπου "εν προκειμένω του ελληνικού" που συναντάμε τόσο στο "Κιέριον" όσο και στη "Διαδικασία", είναι κυρίαρχη και εδώ. Ο "Ελεάτης Ξένος", που γυρίστηκε το 1995, είναι η τέταρτη και τελευταία ταινία του Θέου. Αν θέλουμε να αναφερθούμε σε ένα κοινό στοιχείο με τις προηγούμενες, αυτό είναι εκείνο της αναζήτησης, κάτι που υπάρχει τόσο στο Κιέριον όσο και στον Καπετάν-Μεϊντάνο. Η δράση εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η νεαρή Γερμανίδα Χάνα έρχεται στην Ελλάδα ακολουθώντας μια αρχαιολογική αποστολή που έχει προορισμό την Κρήτη. Με την ευκαιρία αυτή, η Χάνα αποφασίζει να αναζητήσει το παρελθόν της, αφού η ίδια υπήρξε καρπός της σχέσης της -νεκρής πια- μητέρας της με έναν Έλληνα, όταν εκείνη είχε επισκεφτεί σε νεαρή ηλικία την Ελλάδα. Διαβάζοντας το ημερολόγιο της μητέρας της, η Χάνα ανακαλύπτει ότι σχετιζόταν με έναν έλληνα ποιητή, τον Αρέθα Πωγωνάτο (ο οποίος χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ελεάτης Ξένος). Αναζητώντας, λοιπόν, τον πιθανό πατέρα της, ταξιδεύει στον ελληνικό Τόπο, για να μάθει τελικά ότι εκείνος δολοφονήθηκε από τους συγγενείς του λόγω της μεγάλης του περιουσίας. Στο τέλος, και η ίδια η Χάνα θα πέσει θύμα δολοφονίας, από τον ίδιο κύκλο ανθρώπων, οι οποίοι φοβούνται πως ήρθε για να διεκδικήσει την περιουσία της. Η ματιά του Θέου επάνω στη σύγχρονη Ελλάδα, με εφόδιο την αρχαιότητα, επανατοποθετεί το ζήτημα της ενότητας του κοινωνικού χωροχρόνου. Εκτός από τις ταινίες μεγάλου μήκους, το 1983 ο Δήμος Θέος γύρισε και μια μεσαίου μήκους ταινία, το "Υπερρεαλιστικό χάπενινγκ", ένα ντοκιμαντέρ για τους Έλληνες υπερρεαλιστές. Έχει, επίσης, σκηνοθετήσει για την τηλεόραση τη σειρά "Ελληνισμός και Δύση" (11 επεισόδια), διάφορα επεισόδια για την εκπομπή "Παρασκήνιο", κ.ά. Όλες οι ταινίες του προβλήθηκαν στο τιμητικό αφιέρωμα "Δήμος Θέος, ο πρωτοπόρος του ελληνικού σινεμά: 50 χρόνια προσφοράς", που διοργάνωσε μεταξύ 28-31 Μαΐου 2015 στον κινηματογράφο Αλκυονίδα η εταιρεία New Star. Αρκετά πλούσιο είναι και το συγγραφικό του έργο, το οποίο συμπληρώνει το κινηματογραφικό. Αυτό περιλαμβάνει τα θεωρητικά-αισθητικά δοκίμια "Φορμαλισμός: γλώσσα, λογοτεχνία, κινηματογράφος" (Αιγόκερως, 1981), "Εικόνες: ο δογματικός ιστός και η ευχαριστηριακή φυσιογνωμία της αγιογραφίας" (Αιγόκερως, 1985), "Το αισθητικό και το ιερό: από τον Αλμπέρτι στον Λέσσινγκ" (Αιγόκερως, 1988), "Ο κινηματογράφος ως μαθητεία και βίωμα" (New Star, 2015), τα μυθιστορήματα "Μανιάκ Μπέης" (Οδυσσέας, 1994) και "Οχτώ και δέκα επιχειρήματα για την αιωνιότητα του κόσμου" (Κάκτος, 2018), καθώς και πολλές δημοσιεύσεις σε εφημερίδες και περιοδικά, καθώς και ανακοινώσεις σε συνέδρια, όπως είναι το Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας. Τα τελευταία χρόνια βιοπορίστηκε ασκώντας το επάγγελμα του παλαιοβιβλιοπώλη. Έφυγε από τη ζωή στις 29 Οκτωβρίου 2018, σε ηλικία 83 ετών.