Κυδώνης Δημήτριος
Βυζαντινός λόγιος (Θεσσαλονίκη 1324/25 - Κρήτη 1397/98). Δάσκαλοί του υπήρξαν ο Ισίδωρος, μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, και ο Νείλος Καβάσιλας, και αδελφός του ο μοναχός στον Άθω Πρόχορος Κυδώνης. Μετά την απώλεια της περιουσίας του, στα μέσα του 14ου αιώνα, εγκατέλειψε την αλληλοσπαρασσόμενη Θεσσαλονίκη, εξαιτίας του κινήματος των "Ζηλωτών", και κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί υπηρέτησε ως "μεσάζοντας" (δηλαδή διπλωμάτης σε επαφή με τους δυτικούς απεσταλμένους) κοντά στους αυτοκράτορες Ιωάννη Στ' Καντακουζηνό και Ιωάννη Παλαιολόγο. Αποφάσισε να διδαχθεί μόνος του λατινικά, γιατί δεν ήταν ευχαριστημένος από την απόδοση των λεπτών αποχρώσεων των ξένων μηνυμάτων που τού μετέφεραν οι διερμηνείς. Στη συνέχεια μετέφρασε ο ίδιος στα ελληνικά έργα του Θωμά Ακινάτη, και το 1357 προσχώρησε στο καθολικό δόγμα. Σημαίνουσα πολιτική προσωπικότητα, στη διαδικασία προσέγγισης μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Βατικανού, έλαβε μέρος σε πολλές διπλωματικές αποστολές, μεταξύ των οποίων πολλές είχαν στόχο να πείσουν τον Πάπα να αναλάβει σταυροφορίες για την αντιμετώπιση του τουρκικού κινδύνου (1354-69). Το 1387, όμως, η Θεσσαλονίκη έπεσε στα χέρια των Τούρκων, καθώς η βοήθεια από τη Δύση δεν έφτασε ποτέ. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος πείθεται από τους ανθενωτικούς και επιρρίπτει ευθύνες στον "μεσάζοντά" του, που αποσύρεται από την πολιτική σκηνή και καταφεύγει, μαζί με τον Χρυσολωρά, στη Βενετία, στο σπίτι του ελληνομαθή ουμανιστή Roberto Rossi. Εκεί του απονέμεται το 1391 ο τίτλος του επίτιμου Βενετού, εκείνος όμως επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη. Το 1396, σε μια έξαρση του παλαμιτισμού, εξορίζεται και αναθεματίζεται και καταφεύγει, πάλι, πικραμένος με τον Χρυσολωρά στη Βενετία. Επιχειρεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, αλλά πεθαίνει, το 1397/98, καθ' οδόν, στην Κρήτη.