Jagger Mick
Ο Michael Philip Jagger γεννήθηκε στις 26 Ιουλίου του 1943, στο Ντάρτφορντ του Κεντ, στην Αγγλία. Γόνος οικογένειας της μεσοαστικής τάξης, ξεκίνησε από συνεσταλμένος φοιτητής του London School of Economics (οι σπουδές του δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ) για να εξελιχθεί σε επικεφαλής του μεγαλύτερου rock 'n' roll συνόλου του πλανήτη, σύμβολο του σεξ και αγαπημένη προσωπικότητα των μέσων ενημέρωσης. Ως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Jagger θα επισημάνουμε την προσήλωση στα blues, το ιδιαίτερο φωνητικό ύφος και βέβαια την εργώδη, ακάματη σκηνική παρουσία, στοιχεία που συνθέτουν μια καλλιτεχνική περσόνα που ενίσχυσε τη μακρόχρονη επιτυχία των Rolling Stones ισοβαρώς με την ποιότητα της τραγουδοποιίας του γκρουπ και την ερμηνευτική δεξιοτεχνία των μελών του. Ήταν παντρεμένος με την Jerry Hall, με την οποία έχει κάνει τέσσερα παιδιά. Επίσης είναι πατέρας δύο ακόμη παιδιών, ενός που έχει φέρει στον κόσμο η πρώην γυναίκα του Bianca Peres Morena de Marcias και ενός με μητέρα τη Marsha Hunt. Η προσωπική του περιουσία υπολογίζεται ότι πλησιάζει τα 150 εκατομμύρια λίρες Αγγλίας, γεγονός που τον κάνει τον τρίτο πλουσιότερο rock σταρ στον κόσμο, μετά τον Elton John και τον Paul McCartney. Σε σχέση με τους κομψευόμενους, καλοβαλμένους τραγουδιστές των αρχών της δεκαετίας του '60, ο Jagger είχε μια εμφάνιση ακαλαίσθητη (εκκεντρική πόζα, υπερμεγέθη σαρκώδη χείλη, κοκαλιάρικο σώμα), την οποία όμως χειρίστηκε με μεγάλη επιδεξιότητα, μετατρέποντάς την από μειονέκτημα σε όπλο του. Έφτασε μάλιστα να αλλοιώσει ακόμη και την προφορά του, μετακινούμενος σταδιακά από την καθωσπρέπει εμφάνιση (στις τηλεοπτικές εκπομπές του μέσου της δεκαετίας του '60) σε μια πιο "αλήτικη" και περιθωριακή στάση, αντάξια ενός ιδιόρρυθμου rock αστέρα. Η προκλητικότητα του Jagger (την οποία λάτρευαν τα παιδιά και μισούσαν οι γονείς) δεν σταματούσε στη δημόσια εικόνα του. Επεκτεινόταν και στους στίχους τραγουδιών όπως τα "(I Can't Get No) Satisfaction" και "Street Fighting Man" που άγγιζαν θέματα που μέχρι τότε αποτελούσαν ταμπού, όπως το σεξ, η αμφισβήτηση της θρησκείας, η μηδενιστική θεώρηση της ίδιας της ζωής. Αυτές οι "αντίστροφες δεξιότητες" του Jagger ενισχύονταν μουσικά από τον Keith Richards (υπεύθυνο για μελωδίες και κιθαριστικά riff από τα πιο ευμνημόνευτα του μακροσκελέστατου καταλόγου των Rolling Stones) αλλά και από τα υπόλοιπα ικανά μέλη του γκρουπ (Bill Wyman, Charlie Watts, Brian Jones και, λίγο αργότερα, Mick Taylor). Καθώς η δεκαετία του '60 πλησίαζε στο τέλος της, οι περίπλοκες καταστάσεις των στίχων του Jagger άρχισαν να παίρνουν σάρκα και οστά στην πραγματική του ζωή. Οι πράξεις προσβολής της δημόσιας αιδούς, η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών, καθώς και οι αναπόφευκτες προστριβές με το νόμο χαρακτήριζαν το rock 'n' roll τρόπο ζωής των "swinging 60s" και καθρέφτιζαν τη γοργή αλλαγή στις κοινωνικές δομές και την μποέμ συμπεριφορά. Τα πράγματα ωστόσο δεν άλλαξαν για τον Jagger και κατά την επόμενη δεκαετία: ένας διαλυμένος γάμος, βραχύβιες ερωτικές σχέσεις με διάσημες γυναίκες, σπάταλη ζωή και απόσυρση σε εξωτικά κλίματα ήταν καταστάσεις όχι άγνωστες στην αφρόκρεμα των rock μουσικών της εποχής, που είδαν τον εαυτό τους να μετατρέπεται από πένητα σε εκατομμυριούχο, μέσα σε ελάχιστα χρόνια. Παρά τα πολλά προβλήματα που χαρακτήρισαν τη δεκαετία του '80, ο Jagger υπήρξε εμπνευστής και κύριος υπεύθυνος της περιόδου καλλιτεχνικής ανάκαμψης που ξεκίνησε με το "Steel Wheels" (1989) επιβεβαιώθηκε με το "Voodoo Lounge" (1994), τονώθηκε με το ημιακουστικό "Stripped" (1995) και πήρε άριστα δέκα με το "Bridges To Babylon" (1997). Οι προσωπικές φιλοδοξίες του Jagger, έξω από το πλαίσιο του θρυλικού του γκρουπ, στράφηκαν αρχικά στο χώρο της υποκριτικής, με πρωταγωνιστικούς ρόλους στα φιλμ "Ned Kelly" (1970, αυστραλέζικη παραγωγή σε σκηνοθεσία του Tony Richardson με θέμα τα έργα και τις ημέρες του "Αυστραλού Ρομπέν των Δασών" Ned Kelly τον οποίο υποδυόταν ο Jagger) και "Performance" (επίσης 1970, με σκηνοθέτη τον Donald Cammell, όπου πρωταγωνιστούσε ως παρακμιακός rock σταρ και γκάνγκστερ). Χρειάστηκαν 20 χρόνια από το ντεμπούτο άλμπουμ των Rolling Stones για να αποφασίσει ο Jagger να κυκλοφορήσει ένα άλμπουμ ως σόλο καλλιτέχνης. Επρόκειτο για το "She's The Boss" (Atlantic, 1984) με συμπαραγωγούς τους Nile Rodgers και Bill Laswell και συμμετοχή των Jeff Beck, Pete Townshend, Herbie Hancock. Μετά την επόμενη σόλο δουλειά του, το "Primitive Cool" (Atlantic, 1987), αποφάσισε την επανασύνδεση των Rolling Stones για ζωντανές εμφανίσεις. Ήταν μια επιλογή επιτυχημένη εμπορικά αλλά και καλλιτεχνικά που όμως, αναμενόμενα, λειτούργησε σε βάρος της προσωπικής του παραγωγής (έκτοτε έχει κυκλοφορήσει δύο μόνο σόλο άλμπουμ, το πολύ καλό "Wandering Spirit" του 1992 -με τη συνεργασία των Courtney Pine και Billy Preston- και το άριστο "Goddess In The Doorway" του 2001 -με δώδεκα νέα τραγούδια απόλυτα σύγχρονα στην ευρύτερη αισθητική τους αλλά και με ιδιαίτερη ποικιλία στον προσανατολισμό τους). Από τις πολυάριθμες συνεισφορές και συμμετοχές του σε ηχογραφήσεις άλλων, αξίζει να επισημάνουμε τις συνεργασίες του με τους Jimmy Rip (στο "Way Past Blue" του 1996), Dave Stewart (στο "Greetings From The Gutter" του 1995), Chris Jagger (στο "Rock The Zydeco" του 1995), Living Colour (στο "Vivid" του 1988), Tina Turner (κοινή εμφάνιση το 1985 στο "Live Aid"), David Bowie (στη φιλανθρωπικού σκοπού διασκευή του "Dancin' In The Street" των Martha And The Vandellas), Living Colour (στο "Vivid" του 1988), Carly Simon (στο "No Secrets" του 1972), Leon Russell (στο φερώνυμο ντεμπούτο του, του 1970).