Lispector Clarice 1920-1977
Η Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977) γεννήθηκε στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας από Εβραίους γονείς. Η οικογένειά της μετανάστευσε το 1922 στη Βραζιλία. Το 1943 παντρεύτηκε τον πρώην συμμαθητή της στη Νομική Σχολή, Μαουρί Γκουρζέλ Βαλέντε και έλαβε τη βραζιλιάνικη υπηκοότητα. Τον Δεκέμβριο του 1943 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, "Perto do coracao selvagem" ("Κοντά στην άγρια καρδιά"), το οποίο προξένησε πολύ μεγάλη εντύπωση, κέρδισε το βραβείο Graca Aranha για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα και ανακηρύχθηκε καλύτερο μυθιστόρημα του 1943. Την ίδια χρονιά, ακολουθώντας τον σύζυγό της στη διπλωματική του αποστολή εγκαταστάθηκε στη Νάπολη, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα ως εθελόντρια στο αμερικανικό στρατιωτικό νοσοκομείο και άρχισε να γράφει το δεύτερο μυθιστόρημά της, "O Lustre" ("Ο πολυέλαιος", 1946). Στη Ρώμη γνωρίζεται με τον ποιητή Giuseppe Ungaretti, που μετέφρασε αποσπάσματα από το "Κοντά στην άγρια καρδιά" για το περιοδικό "Prosa" και με τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο, που φιλοτέχνησε το πορτρέτο της. Μετά από μια σύντομη επιστροφή στη Βραζιλία, το ζεύγος εγκαθίσταται, μεταξύ 1946-49, στη Βέρνη της Ελβετίας. Στο διάστημα αυτό γεννιέται ο πρώτος γιος της Λισπέκτορ, Πέδρο, και γράφει το επόμενο μυθιστορήμά της, "A cidade sitiada" ("Η πολιορκημένη πόλη", 1949), καθώς και τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής "Lacos de familia" ("Οικογενειακοί δεσμοί", 1960). Μετά από μια σύντομη παραμονή έξι μηνών στο Τόρκι της Αγγλίας, το 1950, το 1952 ο Μαουρί μετατίθεται στην Ουάσινγκτον, όπου γεννιέται ο δεύτερος γιος της Λισπέκτορ, Πάουλο, το "Κοντά στην άγρια καρδιά" μεταφράζεται στα γαλλικά και αρχίζει να δουλεύει το επόμενο μυθιστόρημά της, "A Maca no Escuro" ("Το μήλο στα σκοτεινά", 1961), καθώς και μια νέα συλλογή διηγημάτων. Ωστόσο, ο γάμος της με τον Μαουρί μπαίνει σε κρίση, καθώς η Λισπέκτορ αντιλαμβάνεται σιγά σιγά τη δυσκολία της ζωής στη συμβατικότητα των διπλωματικών κύκλων. Το 1959 ταξιδεύει μόνη της στην Ολλανδία και στη συνέχεια επιστρέφει στη Βραζιλία, αποφασισμένη να ζήσει μόνη με τους δύο γιους της, και αρχίζει να αρθρογραφεί σε γυναικεία περιοδικά. Η συλλογή διηγημάτων "Οικογενειακοί δεσμοί", που εκδίδεται το 1960, συγκεντρώνει διθυραμβικά σχόλια ("η πιο σημαντική συλλογή διηγημάτων που εκδόθηκε ποτέ στη χώρα από την εποχή του Μασάντο ντε Ασίς", γράφει ο συγγραφέας Φερνάντο Σαμπίνιο). Το 1961 εκδίδεται το μυθιστόρημα "Το μήλο στα σκοτεινά" που κερδίζει το βραβείο Carmen Dolores Barbosa. To 1964 εκδίδεται η συλλογή διηγημάτων "A legiao estrangeira" ("Η λεγεώνα των ξένων") και το μυθιστόρημα "A Paixao segundo G.H." ("Τα κατά G.H. πάθη"), ένα από τα σπουδαιότερα και πιο πολυσυζητημένα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. To 1966, ενώ εκδίδεται η πρώτη μελέτη για το έργο της (Μπενετίτο Νούνες, "Ο κόσμος της Κλαρίσε Λισπέκτορ"), η Λισπέκτορ νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με εγκαύματα τρίτου βαθμού καθώς αποκοιμιέται μ' ένα τσιγάρο αναμμένο που προκαλεί πυργαγιά. Το 1967 εκδίδεται το πρώτο παιδικό βιβλίο της, "Το μυστήριο του σκεπτόμενου ψαριού", που βραβεύεται με βραβείο καλύτερου παιδικού βιβλίου, και αρχίζει να δραστηριοποιείται πολιτικά απέναντι στις ωμότητες της δικτατορίας στη χώρα της. Ακολουθούν τα βιβλία, "Η γυναίκα που σκότωσε τα ψάρια" (παιδικό, 1968), "Μαθητεία ή Το βιβλίο των ηδονών" (μυθιστόρημα, 1969), "Λαθραία ευτυχία" (διηγήματα, 1971), "Ζωντανό νερό" (μυθιστόρημα, 1973), "Μίμηση του ρόδου" (διηγήματα, 1973), "Ο γολγοθάς του σώματος" (ερωτικά διηγήματα, 1974), "Πού ήσουν τη νύχτα" (διηγήματα, 1974), "Η εσωτερική ζωή της Λάουρας" (παιδικό, 1974), "Η ώρα του αστεριού" (αφήγημα, 1977), που θα είναι το τελευταίο βιβλίο της που εκδίδεται εν ζωή, καθώς διαγιγνώσκεται με μη αναστρέψιμο καρκίνο στις ωοθήκες. Μια φίλη της διηγείται ότι πηγαίνοντας στο νοσοκομείο, λέει: "ας προσποιηθούμε ότι δεν πάμε στο νοσοκομείο, ότι δεν είμαι άρρωστη και ότι πάμε στο Παρίσι" και φιλοδωρεί τον ταξιτζή με το δεκαπλάσιο της αξίας της διαδρομής. Πεθαίνει ενάμιση μήνα μετά στο Ρίο ντε Τζανέιρο, στις 9 Δεκεμβρίου 1977, την παραμονή των 57ων γενεθλίων της. Μετά το θάνατό της εκδίδονται το παιδικό βιβλίο "Σχεδόν στ' αλήθεια", το πεζογράφημα "Μια ανάσα ζωής" (διάλογος ενός Δημιουργού με το έργο του) και μεταδίδεται η μοναδική της τηλεοπτική συνέντευξη, στο κανάλι TV Cultura του Σάο Πάολο. Για τη σημασία του έργου της Λισπέκτορ, η Αμαλία Ρούβαλη γράφει στο επίμετρο της δικής της μετάφρασης του έργου "Κοντά στην άγρια καρδιά" (εκδ. Τυπωθήτω, 2008): "H Κλαρίσε Λισπέκτορ θεωρείται μία από τις κύριες εκπροσώπους του μοντερνισμού - και για ορισμένους του μεταμοντερνισμού - στη βραζιλιάνικη λογοτεχνία του 20ού αιώνα και παγκοσμίως. Με το "Κοντά στην άγρια καρδιά", το πρώτο της μυθιστόρημα, το 1944, χάραξε καινότροπους και μοναχικούς δρόμους στη βραζιλιάνικη πρόζα. "Δε γράφει κανένας όπως εκείνη, εκείνη γράφει όπως κανένας". Περίπτωση μοναδική και όχι μόνο στα βραζιλιάνικα γράμματα, δε δημιούργησε σχολή, δεν απέκτησε επιγόνους, εκτός από μερικές εξαιρέσεις όπου τη μιμήθηκαν αλλά δε μπορούν να θεωρηθούν κληρονόμοι του είδους της γραφής της. Την ονόμασαν θηλυκό Κάφκα, θηλυκό Τζόις, συγγένισσα της Γουλφ και του Μπόρχες, μια ώριμη Ρεμπό αν εκείνος είχε ζήσει κι άλλο, το "alter ego" του Προυστ, Κίρκεγκορ της λογοτεχνίας. Από τα μέσα της δεκαετίας του '60 και μέχρι τον πρόωρο θάνατό της είχε ήδη κατακτήσει τη δημοσιότητα και την αναγνώριση. Σήμερα, τα βιβλία της είναι ευπώλητα στη Βραζιλία. Για την πατρίδα της, θεωρείται η μεγαλύτερη γυναίκα συγγραφέας της και τα έργα της πολιτιστική κληρονομιά. Μέχρι τις μέρες μας το έργο της είναι αντικείμενο αναλύσεων, άρθρων, διδακτορικών διατριβών, συζητήσεων, συμποσίων και αναφοράς. Όντας ακόμη εν ζωή, η Κλαρίσε Λισπέκτορ μυθοποιήθηκε όσο λίγοι στη χώρα της. Από τους ελάχιστους συγγραφείς που οι δηλώσεις τους είχαν ευρεία υποδοχή από τον Τύπο. Μέχρι σήμερα, την τιμούν οι αναγνώστες της απανταχού της γης, οι πανεπιστημιακοί φορείς, οι άπειροι "σύλλογοι φίλων της Κλαρίσε Λισιτέκτορ" και οι ομότεχνοί της. Το σύνολο του έργου της είναι μεταφρασμένο στις κυριότερες γλώσσες. Αριθμούμε 32 της έργα: μυθιστορήματα, συλλογές διηγημάτων, απανθίσματα χρονογραφημάτων - όπου επίσης διέπρεψε. Σε όλα η σωματοποίηση των άψυχων και οι αισθήσεις μεταγράφονται αυτόματα και διεκδικούν ζωτικό χώρο στις προσλαμβάνουσες του αναγνώστη". (Τα βιογραφικά στοιχεία αντλήθηκαν από το εργοβιογραφικό σημείωμα του Μάριου Χατζηπροκοπίου που συνοδεύει την έκδοση του έργου "Η ώρα του αστεριού", εκδ. Αντίποδες, 2016)