Woolrich Cornell 1903-1968
Woolrich Cornell
O Cornell George Hopley Woolrich (που έγραψε αρκετά βιβλία ως William Irish), γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1903. Πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας με τον πατέρα του στο Μεξικό, αφού οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν μικρός. Σπούδασε δημοσιογραφία στο Columbia College, το οποίο όμως εγακτέλειψε για να γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα "Cover Charge", κάτω από την επίδραση του Francis Scott Fitzgerald, που δημοσιεύτηκε το 1926. Ακολούθησαν τα "Children of the Ritz" (1927), "Times Square" (1929) και "A Young Man's Heart" (1930). Δούλεψε στο Hollywood ως σεναριογράφος, αλλά η περίοδος που πέρασε εκεί δεν ήταν καλή. Το 1930 ο γάμος του με την εικοσάχρονη Gloria Blackton, κόρη ενός παραγωγού, διαλύθηκε λόγω της παράλληλης ομοφυλοφιλίας του, και επέστρεψε κοντά στην πλούσια μητέρα του Claire στη Νέα Υόρκη, όπου άρχισε να γράφει ιστορίες μυστηρίου σε περιοδικά όπως τα "Argosy", "Black Mask", "Thrilling Mystery", "Detective Fiction Weekly" και "Dime Detective". Ορισμένοι αποκαλούν τον Γούλριτς "Πόε του 20ου αιώνα", καθώς η συνεισφορά του θεωρείται σημαντική για το πέρασμα από το κλασικό detective story στο ανανεωμένο crime novel της δεκαετίας του '40 και του '50. Έγραψε είκοσι, περίπου, μυθιστορήματα, και πάνω από 200 νουβέλες. Το όνομά του φιγουράρει σήμερα στους "κλασικούς" του είδους, δίπλα στους Raymond Chandler, Dashiel Hammett και James M. Cain. Αλκοολικός, διαβητικός, ομοφυλόφιλος, περιφρονητής του εαυτού του, πεσιμιστής, αλλά και ιδιαίτερα εμπνευσμένος συγγραφέας, με θέματα που αναφέρονται σταθερά στη μνήμη, την ψυχολογική εμμονή, τη φαντασίωση και τον έρωτα, κατάφερε να γράψει μερικά από τα πιο κλασικά νουάρ μυθιστορήματα, όπως τα "Η νύφη φορούσε μαύρα" (1940), "Η μαύρη κουρτίνα" (1941), "Το μαύρο άλλοθι" (1942), "Η γυναίκα-φάντασμα" (1942), "Ο μαύρος άγγελος" (1943), "Η νύχτα με τα χίλια μάτια" (1945), "Βαλς στο σκοτάδι" (1947, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε "Η σειρήνα του Μισισιπή" του Φρ.Τριφό), "Ραντεβού στα μαύρα" (1948), "Παντρεύτηκα έναν νεκρό άντρα" (1948), που τροφοδότησαν αντίστοιχες ταινίες με πρωταγωνιστές τον Edward G. Robinson, τη Barbara Stanwyck, τη Rita Hayworth, τον Peter Lorre, κ.ά., αλλά και τον "Σιωπηλό μάρτυρα" του Άλφρεντ Χίτσκοκ. Παρ' όλα αυτά, δεν κατάφερε να γίνει πραγματικά γνωστός και διάσημος. Μαζί με μια πλειάδα άλλων "εμπορικών" συγγραφέων της εποχής του (David Goodis, Ray Bradbury, κ.ά.), παρέμεινε μέχρι τέλους στην αφάνεια, έξω από τα στενά όρια συλλόγων όπως το "Mystery Writers Association". Μετά το θάνατο της μητέρας του, το 1957, έπεσε σε κατάθλιψη. Συνέχισε να γράφει αφήνοντας ημιτελή τα περισσότερα έργα του και αφέθηκε σε πλήρη παραίτηση από τη ζωή, τόσο ώστε να αφεθεί να πάθει γάγγραινα στο πόδι και να χρειαστεί να τον ακρωτηριάσουν. Μετά την εγχείρηση έζησε σε αναπηρική καρέκλα. Πέθανε στις 25 Σεπτεμβρίου 1968 από εγκεφαλικό, στο δωμάτιό του, δύο μόλις εβδομάδες μετά το ανεπιτυχές ταξίδι του Φρανσουά Τριφό στη Ν. Υόρκη για την ιδιωτική προβολή της ταινίας "Η νύφη φορούσε μαύρα", προς τιμήν του, ταινία την οποία ο ίδιος δεν είδε ποτέ.