Σκιαδάς Αριστόξενος Δ. 1932-1994
Skiadás Aristóxenos D.
Ο Αριστόξενος Σκιαδάς (1932-1994) γεννήθηκε στους Καρυώτες Λευκάδας. Το φθινόπωρο του 1950 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον Ιανουάριο του 1955 έλαβε το πτυχίο του με άριστα. Με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. αναχώρησε το 1959, μαζί με τη γυναίκα του, Αγγελική, για μετεκπαίδευση στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κιέλου, όπου παρέμεινε έως το 1962. Εκπόνησε την διατριβή του υπό την εποπτεία του καθηγητή H. Diller με θέμα "Homer im griechischen Epigramm" ("Ο Όμηρος στο ελληνικό επίγραμμα"). Το 1962 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ του Πανεπιστήμιου Κιέλου. Το 1963 διορίσθηκε τακτικός βοηθός της Α΄ έδρας της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1965 εκλέχθηκε υφηγητής και το 1966 διορίσθηκε εντεταλμένος υφηγητής της Α΄ τακτικής έδρας της αρχαίας Ελληνικής φιλολογίας. Έως το 1973 έγραψε πολλές εργασίες και μελέτες ("Επί τύμβω: Συμβολή εις την ερμηνείαν των ελληνικών επιτυμβίων εμμέτρων επιγραφών", Αθήνα 1967). Το 1973 εκλέχθηκε τακτικός καθηγητής στην Δ΄ έδρα της κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Η υποδοχή του Αριστόξενου Σκιαδά ως νέου καθηγητή έγινε την 29 Μαρτίου 1973. Το θέμα με το οποίο έκανε έναρξη των παραδόσεών του στη μεγάλη Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν: "Η ιδιοτυπία του αρχαίου ελληνικού λόγου και η ερμηνευτική αποκάλυψις αυτής". Δύο χρόνια μετά την εκλογή του ως τακτικού καθηγητή έγινε κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής για το ακαδημαϊκό έτος 1975-1976 και τέσσερα χρόνια αργότερα έγινε συγκλητικός. Μεταξύ 1974-1980 διετέλεσε διευθυντής του Φιλολογικού Σπουδαστηρίου. Το 1982 εκλέχθηκε Αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Δίδαξε ως επισκέπτης καθηγητής (Gastprofessor) στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, στην έδρα του Άλμπιν Λέσκι, από το Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 1981. Κατά το διάστημα Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1982 έδωσε διαλέξεις στα Πανεπιστήμια του Μονάχου, Χαϊδελβέργης και Βόννης. Εκτός από το διδακτικό, ο Αριστόξενος Σκιαδάς κατέλειπε και σημαντικό συγγραφικό έργο. Το σπουδαιότερο βιβλίο του είναι ο "Αρχαϊκός λυρισμός", σε δύο τόμους. Παράλληλα, έκανε μεταφράσεις και βιβλιοκρισίες, έγραψε άρθρα σε εγκυκλοπαίδειες, σε περιοδικά και σε εφημερίδες. Μολονότι η επιστημονική του καριέρα, λόγω της ασθένειάς του, διακόπηκε νωρίς, ανέπτυξε ποικίλες δραστηριότητες και έξω από το Πανεπιστήμιο. Ήταν ιδρυτικό μέλος της "Ελληνικής Ανθρωπιστικής Εταιρείας" και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της. Χρημάτισε πρόεδρός της από τις 31 Μαΐου 1978 έως τις 28 Ιανουαρίου 1989. Ανήκε στην πενταμελή επιτροπή διοίκησης του "Κέντρου Ανθρωπιστικών Κλασικών Σπουδών" της Εταιρείας. Επίσης ήταν μέλος της "Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων", της "Εν Αθήναις Επιστημονικής Εταιρείας" και του φιλολογικού συλλόγου "Αρχαιογνωσία", του οποίου διηύθυνε το ομότιτλο περιοδικό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε για την Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, της οποίας υπήρξε πρόεδρος από το 1974 έως το 1987. Το 1980 του απονεμήθηκε ο Σταυρός Αξίας 1ης Τάξεως (Bundesverdienstkreuz 1. Klasse) από τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Πέθανε στην Αθήνα, στις 28 Μαρτίου 1994.