Ζαχαρίας Μάνος
Ο Μάνος Ζαχαρίας γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο, με σκοπό να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση στην οινολογία, και θέατρο στη σχολή Ρώτα-Σαραντίδη. Συμμετείχε στο φοιτητικό κίνημα της Εθνικής Αντίστασης και στα Δεκεμβριανά υπήρξε επικεφαλής του φοιτητικού λόχου "Λόρδος Βύρων". Το 1945, χάρη στην περίφημη υποτροφία Μερλιέ που έστειλε στο Παρίσι νέους Έλληνες καλλιτέχνες, επιβιβάστηκε στο θρυλικό πλοίο Ματαρόα και βρέθηκε στη Γαλλία για να σπουδάσει θέατρο. Ο Ζαχαρίας όμως ήταν αποφασισμένος να γίνει κινηματογραφιστής και γράφτηκε στην IDHEC (Institut des Hautes Etudes Cinematographiques), ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της Τέχνης στη Σορβόννη. Με την ολοκλήρωση των σπουδών του, ξεσπά ο Εμφύλιος και επιστρέφει στην Ελλάδα όπου οργανώνει μαζί με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου και τον Απόστολο Μουσούρη το κινηματογραφικό συνεργείο του Δημοκρατικού Στρατού. Εκτός από επίκαιρα, ο Ζαχαρίας γυρίζει μαζί με τον Σεβαστίκογλου το 1949 και την πρώτη του ταινία -και μοναδική επί ελληνικού εδάφους- με τίτλο "Η αλήθεια για τα παιδιά της Ελλάδας". Ταινία πολιτική, που υπογραμμίζει τον κοινωνικό προβληματισμό του δημιουργού της, γυρίστηκε στο Γράμμο-Βίτσι και στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Ουγγαρίας και της Τσεχοσλοβακίας και αποτελεί ουσιαστικά μια απάντηση στην προπαγάνδα για το λεγόμενο "παιδομάζωμα" της αριστεράς. Μετά το Γράμμο, τον Οκτώβριο του 1949, ο Μάνος Ζαχαρίας βρίσκεται πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη όπου σπουδάζει στο Κρατικό Ινστιτούτο Θεάτρου. Το όνειρό του όμως παραμένει, ο κινηματογράφος. Παίρνει μέρος σε έναν πανσοβιετικό διαγωνισμό για σπουδές κινηματογράφου, προκρίνεται -ως ο μοναδικός μη σοβιετικός πολίτης- και καταλήγει στη Μόσχα και τη Μέκκα του σοβιετικού σινεμά, τη "Μοσφίλμ". Καθηγητές του ήταν ορισμένοι από τους κορυφαίους του σοβιετικού κινηματογράφου, όπως ο Μιχαήλ Ρομ, ο Αλεξάντερ Ντοβζένκο και ο Σεργκέι Γιουτκέβιτς. Μετά την ολοκλήρωση της σχολής, μένει στα στούντιο της "Μοσφίλμ", γυρίζει 10 ταινίες, ενώ από το 1971 έως το 1979 -όταν επιστρέφει στην Ελλάδα- αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Tρίτου στούντιο. Η αναδημιουργία της πατρίδας στη μεγάλη οθόνη, η μνήμη, η νοσταλγία, αλλά και η αγωνία για τις ιστορικές εξελίξεις, χαρακτηρίζουν τα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα, που ξεκινούν το 1959, με τη μικρού μήκους ταινία "Πρωινό δρομολόγιο", που βασίζεται στο διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη. Ένα χρόνο αργότερα ο Ζαχαρίας μεταμορφώνει το λιμανάκι της Κριμαίας σε ελληνικό νησί και δίνει στη Μαύρη θάλασσα φως Αιγαίου, με τους "Σφουγγαράδες", μια ελεύθερη διασκευή από το διήγημα του Ν. Κάσδαγλη "Ο μηχανικός". Η ταινία κόβει 18 εκατομμύρια εισιτήρια στην πρώτη της προβολή, μόνο στις μεγάλες πόλεις. Τα μαθήματα του Ντοβζένκο για τη μεταφορά λογοτεχνικών έργων στη μεγάλη οθόνη, βρίσκουν για ακόμη μια φορά εφαρμογή στην κινηματογραφική πορεία του Μάνου Ζαχαρία το 1962 με την ταινία "Νυχτερινός επιβάτης", που βασίστηκε σε διήγημα του Μωρίς Πονς. Ο ίδιος ο Ζαχαρίας πρωταγωνιστεί στον ρόλο ενός Αλγερινού που προσπαθεί να φύγει παράνομα από το Παρίσι προς το Νότο. Μέσα από την διαπροσωπική σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον παράνομο αλγερινό και τον οδηγό που τον φυγαδεύει, ο σκηνοθέτης σχολιάζει μια από τις πιο ταραγμένες περιόδους της σύγχρονης γαλλικής ιστορίας. Από τον πόλεμο της Αλγερίας, το 1963, ο Ζαχαρίας επιστρέφει σε θέμα ελληνικό και στην γερμανοκρατούμενη Κρήτη, με τη μεγάλου μήκους ταινία του "Τέλος και αρχή, ή, Το σταυροδρόμι". Συνεργάζεται γι ακόμη μια φορά με τον Σεβαστίκογλου, σε μια ιστορία που διαδραματίζεται με φόντο την Κρήτη μετά την απόβαση των Γερμανών και πρωταγωνιστές μια ετερόκλητη ομάδα ανθρώπων που παλεύουν για επιβίωση. Το 1966 γυρίζει το "Είμαι φαντάρος, μητέρα", την πρώτη από τις δυο ταινίες του με θέμα σοβιετικό ("Η πόλη της πρώτης αγάπης", είναι η δεύτερη), με θέμα τους πρώτους μήνες της στρατιωτικής θητείας νέων παιδιών και την αναγκαστική μετάβασή τους σε έναν κόσμο υπακοής, συμμόρφωσης και συνενοχής. Το 1968 ο Μάνος Ζαχαρίας βασίζεται σε μια ιδέα του Σεβαστίκογλου και γράφει μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές του στιγμές, με την ταινία "Ένας από το εκτελεστικό απόσπασμα". Ο σκηνοθέτης παρακολουθεί τα δραματικά ιστορικά γεγονότα που εξελίσσονται στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα της Χούντας και με ωριμότητα και ευφυή χρήση συμβολικών στοιχείων, αφηγείται την ιστορία ενός φαντάρου που αρνείται να μετάσχει σε ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Το ευρηματικό σεναριακό κλειδί που ξεδιπλώνει τα ηθικά διλήμματα των ηρώων και το νόημα των πράξεων και των μη πράξεών τους, προκύπτει απ' την αντίστιξη των χαρακτήρων: του αντιρρησία, με έναν απ' τους στρατιώτες που πυροβόλησαν και την εσωτερική πάλη που βιώνει ο δεύτερος μετά την εκτέλεση. Το 1970 ο Ζαχαρίας σκηνοθετεί τα πέντε από τα εφτά επεισόδια της σπονδυλωτής ταινίας "Η πόλη της πρώτης αγάπης" (τα άλλα δύο, γυρίστηκαν από τον Μπορίς Γιάσιν). Η ταινία εξιστορεί ιστορίες αγάπης που διαδραματίζονται σε διαφορετικές εποχές στο Στάλινγκραντ, από το 1919, τότε που ονομαζόταν ακόμα Τσαρίτσιν, έως το 1970, όταν γυρίστηκε η ταινία. Δύο χρόνια αργότερα, μεσούσης της δικτατορίας στην Ελλάδα, ο Μάνος Ζαχαρίας γυρίζει στη Μοσφίλμ την ταινία "Γωνία Αρμπάτ και Μπουμπουλίνας". Ο δημιουργός ακολουθεί την ζωή του ήρωά του -ενός Έλληνα σκηνοθέτη στη Μόσχα- μια ζωή άρρηκτα δεμένη με την σύγχρονη ελληνική ιστορία, την κατοχή και την αντίσταση, από τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια έως την δικτατορία των συνταγματαρχών. Η κινηματογραφική πορεία του συνεχίζεται το 1974 με τη μικρού μήκους ταινία "Ποιος φταίει;" -που γυρίστηκε ύστερα από παραγγελία της Τροχαίας της Μόσχας- και ολοκληρώνεται το 1977 με τη μεγάλου μήκους "Ψευδώνυμο Λούκατς", που διηγείται τους τελευταίους μήνες της ζωής του Ούγγρου συγγραφέα Μάτε Ζάλκα, πολιτικού εξόριστου στη Σοβιετική Ένωση, ο οποίος πολέμησε στην Ισπανία το 1936 με το ψευδώνυμο Λούκατς. Παράλληλα με την πορεία του μέσα στα κινηματογραφικά πλατό, ο Μάνος Ζαχαρίας, ξεχώρισε και για τις διοικητικές του ικανότητες, που αναδεικνύονταν μέσα από υπεύθυνες και δημιουργικές θέσεις. Ξεκίνησε αρχικά ως βοηθός του Μιχαήλ Ρομ και μετά το θάνατο του δασκάλου του, τον διαδέχετηκε στην καλλιτεχνική διεύθυνση του Tρίτου στούντιο της Μοσφίλμ. Το 1979 ο Ζαχαρίας επιστρέφει στην Ελλάδα και το 1982, ύστερα από πρόταση της Μελίνας Μερκούρη, αναλαμβάνει να αναμορφώσει το πλαίσιο λειτουργίας του ελληνικού κινηματογράφου. Συμβουλεύει, νομοθετεί, αλλάζει το κινηματογραφικό τοπίο, γίνεται ο πατέρας του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Από το 1982 και για τα επόμενα εφτά χρόνια διατελεί Σύμβουλος Κινηματογραφίας του υπουργείου Πολιτισμού και από το 1987 πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου. Μετά την παραίτησή του ασχολείται με κινηματογραφικές παραγωγές ("Μπαλάντα για ένα δαίμονα" του Νίκου Κούνδουρου, "Τέρα Ινκόγνιτα" του Γιάννη Τυπάλδου). To 1994 αναλαμβάνει επικεφαλής του γραφείου παρακολούθησης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων της ΕΡΤ Α.Ε., ενώ τα τελευταία χρόνια είναι σύμβουλος του Προέδρου της ΕΡΤ σε θέματα κινηματογραφίας. Το 49ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 2008 έχει προγραμματίσει να τιμήσει τον Μάνο Ζαχαρία, μέσα από ένα πλήρες, αναδρομικό αφιέρωμα στο σύνολο του έργου του. (Πηγή: Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: www.filmfestival.gr)