Φατσέας Παναγιώτης
Ο Παναγιώτης Φατσέας γεννήθηκε στο Λειβάδι Κυθήρων το 1888, γιος του Μανώλη Φατσέα και της Κυριακούλας Καλλιγέρου. Όπως πολλούς Κυθήριους, η οικονομική ανάγκη τον ώθησε να εγκαταλείψει το φτωχό και την εποχή εκείνη πυκνοκατοικημένο νησί και να ξενιτευθεί, μεταναστεύοντας στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ηλικία 22 ετών. Φαίνεται να έζησε κυρίως στη Νέα Υόρκη (σώζεται πορτραίτο του από φωτογραφείο του Coney Island), δεν ξέρουμε όμως με τι εργασίες ασχολήθηκε. Το 1912 με την έναρξη του πρώτου Βαλκανικού Πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη εθελοντής στο πεζικό, λαμβάνοντας μέρος στις μάχες του Κιλκίς και του Μπιζανίου. Μάλλον πρέπει να αποστρατεύθηκε με την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συνθήκης του Νοεμβρίου 1913, αφού όπως διαφαίνεται από στοιχεία του αρχείου του, τον Ιανουάριο 1914 εγκαινιάζει επαγγελματική φωτογραφική δραστηριότητα στα Κύθηρα χρεώνοντας τον Χαράλαμπο Στάθη 17,70 δραχμές "δια δελτάρια". Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες των παιδιών του, ο πατέρας τους είχε επιστρέψει από τις Ηνωμένες Πολιτείες κάτοχος φωτογραφικής μηχανής, πιθανώς μία από τις πρώτες στα χέρια μονίμου κατοίκου των Κυθήρων· ενώ αρχικά δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φωτογραφία, φαίνεται πως η ζήτηση, κυρίως για πορτραίτα, ήταν τέτοια που τελικά ενέδωσε, ανοίγοντας φωτογραφείο στο Λειβάδι. Σύμφωνα πάντα με το βιβλίο εργασίας του, ο Φατσέας συμπλήρωσε συνολικά 50 επαγγελματικές φωτογραφίσεις κατά τη διάρκεια του 1914. Για άγνωστο ακόμα λόγο, στο σημείο αυτό διακόπτεται η επαγγελματική του ενασχόληση με τη φωτογραφία, για να ξαναρχίσει, συστηματικά πλέον, στις 21 Μαΐου 1920. Δεν αποκλείεται να επαναστρατεύθηκε. Το 1921 παντρεύθηκε στα Κύθηρα την Αλεξάνδρα Στάθη, με την οποία απέκτησε πέντε παιδιά, τρεις γιους και δύο κόρες. Αρχικά μετέτρεψε ένα δωμάτιο της οικογενειακής κατοικίας σε φωτογραφείο, το 1919 όμως θεμελίωσε στο κέντρο του Λειβαδιού επαγγελματική στέγη που συμπεριλάμβανε studio φωτογράφισης και σκοτεινό θάλαμο, καθώς και αίθουσα λιανικού εμπορίου πάνω στο δρόμο που διέθετε, εκτός φυσικά από φωτογραφίες, ψιλικά, γραφική ύλη και είδη σχεδίου. Σχεδιασμένο κατά τα πρότυπα του προηγούμενου αιώνα, δηλαδή με μεγάλη τζαμαρία και βορινούς φεγγίτες με κουρτίνες που επέτρεπαν στον φωτογράφο να ρυθμίζει τον φυσικό φωτισμό του χώρου, το studio ήταν επίσης εφοδιασμένο με την περίτεχνα σκαλισμένη ξύλινη πολυθρόνα που εμφανίζεται σε πολλά από τα πορτραίτα και από έναν μπερντέ που φιλοτέχνησε τη δεκαετία του τριάντα κάποιος πλανόδιος ζωγράφος διαφημιστικών επιγραφών. Το κτίριο, με τη χαρακτηριστική μεταλλική διαφήμιση της Kodak δίπλα στη πόρτα, σώζεται ακόμα, αν και παρέμεινε κλειστό επί δεκαετίες. Το μεγαλύτερο μέρος των φωτογραφιών του Φατσέα είναι επίσημα πορτραίτα τραβηγμένα στο φωτογραφείο. Παρουσιάζουν μεμονωμένα άτομα όρθια ή καθιστά, ζεύγη, ανδρόγυνα, παιδιά μόνα τους, μητέρες με παιδιά, ηλικιωμένους, καθώς και πολυμελείς οικογένειες· μικρότερες υποενότητες αποτελούν τα πορτραίτα νεονύμφων, τα μωρά, και η ειδική εκείνη κατηγορία ομαδικών πορτραίτων όπου απαθανατίζονται αποκλειστικά οι άνδρες δύο ή περισσοτέρων γενεών μιας οικογένειας. Η εξήγηση για την παραγωγή τόσων φωτογραφικών πορτραίτων σε έναν οικονομικά υποβαθμισμένο τόπο (η φωτογράφιση κόστιζε το αντίστοιχο τριών με τεσσάρων ημερομισθίων) βρίσκεται στο ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα των Κυθηρίων, αρχικά προς τη Μικρά Ασία και την Αίγυπτο, αργότερα προς τη Βόρειο Αμερική και (κυρίως) την Αυστραλία. Επειδή οι προπολεμικοί μετανάστες σπανίως έπαιρναν μαζί τους τις οικογένειές των, επιστρέφοντας στο νησί - εφόσον είχαν τη δυνατότητα - κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια για σύντομα χρονικά διαστήματα, απαιτούσαν τη τακτική αποστολή οικογενειακών πορτραίτων. Το γεγονός αυτό εξηγεί βέβαια τη σχετική σπανιότητα πρωτοτύπων εκτυπώσεων των φωτογραφιών του Φατσέα στα Κύθηρα: τα περισσότερα πρωτότυπα πρέπει να αναζητηθούν στο εξωτερικό, όπου και εστάλησαν. Εκτός από επίσημα πορτραίτα, στο αρχείο περιλαμβάνονται και μερικά τοπία, εξωτερικές φωτογραφίσεις ομάδων όπως σχολεία, εμπορικοί σύλλογοι, εκδρομείς κ.λπ., εσωτερικά εκκλησιών, δεξιώσεις, εορτασμοί και πανηγύρια, σκηνές από την περιφορά (τη "γύρα") της εικόνας της Μυρτιδιώτισσας, και άλλα χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της προπολεμικής ζωής του νησιού. Δύο ενδιαφέρουσες κατηγορίες που συναντιόνται αρκετά τακτικά είναι αφενός η ομαδική φωτογράφιση, για διαφημιστικούς προφανώς σκοπούς, γυναικών καθισμένες μπροστά από ραπτομηχανές (καταχωρούνται στο ευρετήριο με ενδείξεις όπως "Σχολή κεντημάτων ραπτομηχανών Βέστα"), και αφετέρου οι φωτογραφίες κηδειών. Το δεύτερο αυτό είδος είχε τη δική του τελετουργία σύμφωνα με την οποία το φέρετρο, σχεδόν πάντοτε κλειστό, φωτογραφίζεται όρθιο και ακουμπισμένο στον εξωτερικό τοίχο της εκκλησίας, περιστοιχισμένο από κληρικούς και μέλη της οικογενείας· καθαυτό όμως νεκρικά πορτραίτα δεν φαίνεται να τράβηξε ο Φατσέας, αν και έχουν εντοπισθεί ένα-δύο δείγματα. Ο Παναγιώτης Φατσέας πέθανε το 1938 σε ηλικία πενήντα ετών.