Santoka Taneda
Ο Σοΐτσι Τανέντα, πλέον γνωστός ως Σαντόκα, γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1882 στο χωριό Σαμπαρέ της επαρχίας Γιαμαγκούτσι. Ο πατέρας του ήταν γαιοκτήμονας και ενεργο μέλος της πολιτικής σκηνής του τόπου. Στο σχολείο ήταν άριστος μαθητής και από μικρή ηλικία έδειξε το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία. Στα 11 χρόνια του αυτοκτώνησε η μητέρα του σε ηλικία μόλις 33 ετών. Από εκεί και έπειτα ο Σαντόκα έζησε με τη γιαγιά του. Το 1896 άρχισε να γράφει χαϊκού. Το 1902 πέρασε στο τμήμα σπουδών λογοτεχνίας του πανεπιστημίου Ουασέντα στο Τόκυο, όπου κι έδωσε στον εαυτό του το ψευδώνυμο "Σαντόκα" (φλεγόμενη κορυφή). Αρχίζει να πίνει ασταμάτητα, περνά τις πρώτες σοβαρές νευρικές κρίσεις και σύντομα, μαζί με την οικονομική καταστροφή του πατέρα του αφήνει τις σπουδές του κι επιστρέφει το 1904 στο πατρικό του σπίτι, στη διάρκεια του πολέμου με τη Ρωσία. Πατέρα και γιος άνοιξαν ως έσχατη οικονομική διέξοδο μια ποτοποιία σακέ. Δύο χρόνια αργότερα ο πατέρας του τον πιέζει να παντρευτεί με απότερο στόχο να τον αναγκάσει να κόψει το ποτό, πράγμα που περιστασιακά το καταφέρνει. Ο γάμος του διαλύθηκε απ' τις πρώτες κιόλας μέρες, μα παρόλες τις δυσκολίες κατάφερε να αποκτήσει ένα γιο. Ποτέ του όμως δεν συμβιβάστηκε με την οικογενειακή ζωή. Το 1911 και με την παρότρυνση του Σεϊσενσούι Ογκιουάρα (1884-1976), ιδρυτή της σχολής ελεύθερης γραφής χαϊκού "Τζιγιουρίτσου", άρχισε να γράφει συστηματικά χαϊκού. Στη συνέχεια ο Σαντόκα εργάστηκε στο περιοδικό "Σόουν" όπου και δημοσίευσε για πρώτη φορά ποιήματά του. Όντας όμως αλκοολικός έχασε τη θέση του ενώ την ίδια εποχή αυτοκτόνησε ο ένας του αδελφός, ο πατέρας του καταστράφηκε οικονομικά για δεύτερη φορά και ο γάμος του διαλύθηκε οριστικά. Έτσι, άφησε τα πάντα πίσω του για να βρεθεί στο Τόκυο αναζητώντας κάτι καινούργιο. Εκεί εργάστηκε ως εργάτης σε μια βιομηχανία τσιμέντου και στην συνέχεια ως βιβλιοθηκάριος στην δημοτική βιβλιοθήκη Χιτοτσουμπάσι το 1920. Μετά από ενάμιση χρόνο εγκατέλειψε ξανά τα πάντα και μια νέα οξεία νευρική κρίση τον βρήκε σε απελπιστική κατάσταση στον σεισμό της 1ης Σεπτεμβρίου του 1923. Τον επόμενο χρόνο, μεθυσμένος και όντας σε πλήρη απόγνωση έκανε μια απόπειρα αυτοκτονίας περιμένοντας πάνω στις ράγες την διερχόμενη αμαξοστοιχεία. Σώθηκε μόλις την τελευταία στιγμή από φίλους και μεταφέρθηκε ράκος στο ζενικό μοναστήρι Χόον Τζι όπου και παρέμεινε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ανακτώντας τις δυνάμεις του. Το 1926 χειροτονήθηκε ιερέας και ξεκίνησε τη ζωή στο δρόμο σαν περιπλανώμενος ζητιάνος. Στη διάρκεια των περιπλανήσεων του εξέδωσε επτά ποιητικές συλλογές με τη βοήθεια θαυμαστών και φίλων. Σύμφωνα με τις επίσημες μαρτυρίες περπάτησε πάνω από εικοσιοχτώ χιλιάδες μίλια και μέσα σ΄αυτό το σύνολο αναβίωσε το παλαιότερο οδοιπορικό του μεγάλου δασκάλου ποιητή Ματσούο Μπασό (1644-1694), διανύοντας την ακριβή διαδρομή σύμφωνα με τα γραφτά της εξιστόρησης του Μπασό. Ο Σαντόκα βρέθηκε νεκρός ύστερα από μια νυχτερινή οινοποσία, την αυγή 11ης Οκτωβρίου του 1940