Rostropovich Mstislav 1927-2007
Ο Mstislav (Slava) Rostropovich υπήρξε ο κορυφαίος βιολοντσελίστας στον κόσμο, φυσικός "διάδοχος" του Πάμπλο Καζάλς, και, επίσης, ένας από τους σημαντικότερους μαέστρους του 20ου αιώνα. Με την προσωπικότητά του άλλαξε τον τρόπο που αντιμετωπίζουμε το βιολοντσέλο και "ανάγκασε" μια σειρά από κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα (ανάμεσα στους οποίους οι Προκόπιεφ, Σοστακόβιτς, Μπρίτεν και Χατζατουριάν), να πλουτίσουν το ρεπερτόριό τους με έργα γραμμένα ειδικά γι' αυτόν. Γεννήθηκε στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν (Ε.Σ.Σ.Δ.) στις 27 Μαρτίου 1927, λίγα χρόνια αργότερα, όμως, η οικογένειά του μετακόμισε στη Μόσχα. Οι γονείς του, που ήταν και οι δύο μουσικοί, δεν άργησαν να αντιληφθούν το ταλέντο του. Η μητέρα του άρχισε να του παραδίδει μαθήματα πιάνου σε ηλικία τεσσάρων ετών, και ο πατέρας του, Λέοπολντ -μαθητής του Πάμπλο Καζάλς-, λίγο αργότερα, βιολοντσέλου. Σε ηλικία οκτώ ετών έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση και στα δεκατέσσερα έδωσε το πρώτο του ρεσιτάλ με το όργανο που θα τον έκανε διάσημο. Στα δεκαέξι του γράφεται στο Κονσερβατουάρ της Μόσχας, όπου διδάσκεται σύνθεση από τους Προκόπιεφ και Σοστακόβιτς (που θα συνδεθούν φιλικά μαζί του). Μετά το τέλος του Πολέμου, η φήμη του ξεπερνάει γρήγορα τα σύνορα της χώρας του: Το 1950 κερδίζει τον Διεθνή Διαγωνισμό Βιολοντσέλου της Πράγας και το 1956 εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. Ταυτόχρονα αρχίζει να διδάσκει στο Κονσερβατουάρ της Μόσχας (1953) και αργότερα του Λένινγκραντ (1961). Το 1955 παντρεύεται τη σοπράνο Galina Vishnevskaya, σολίστ της Λυρικής Σκηνής του Θεάτρου Μπολσόι, και αρχίζει να τη συνοδεύει στο πιάνο, αναδεικνύοντας τις πιανιστικές του ικανότητες ("το πιάνο ήταν πάντα το πρώτο μου όργανο", λέει ο ίδιος). Έξι χρόνια αργότερα, ξεκινάει την καριέρα του ως διευθυντής ορχήστρας, με αποτέλεσμα μια σειρά από πολύ σημαντικές διακρίσεις: Βραβείο Λένιν (1963) και Χρυσό Μετάλιο της Royal Philharmonic Society του Λονδίνου (1970). Παρότι επίλεκτος πολίτης της Σοβιετικής Ένωσης, έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές το 1969, όταν φιλοξενεί στη ντάσα του, έξω από τη Μόσχα, για τέσσερα χρόνια τον αντιφρονούντα Αλεξάντρ Σολτσενίτσιν, ο οποίος είχε καταγγείλει την ύπαρξη των γκουλάγκ. Γράφει μια επιστολή προς την "Πράβδα" διαμαρτυρόμενος για τους περιορισμούς στον τομέα της πολιτιστικής έκφρασης. Παρόλο που η επιστολή αυτή δεν δημοσιεύεται ποτέ από την εφημερίδα, παίρνει μεγάλη δημοσιότητα στη Δύση πράγμα που τού δημιουργεί προβλήματα στην πατρίδα του. Το Υπουργείο Πολιτισμού της Ε.Σ.Σ.Δ. αποφασίζει να ακυρώσει όλες τις περιοδείες του χωρίς προειδοποίηση, περιλαμβανομένων και των εμφανίσεων της γυναίκας του στο θέατρο Μπολσόι. Οι εμφανίσεις του στο εξωτερικό ματαιώνονται επίσης, όπως και κάθε παρουσίασή του στο ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τη δισκογραφία. Τελικά, το 1974, του επιτρέπεται να εγκαταλείψει τη χώρα μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, έτος που αποτελεί ορόσημο για την έναρξη μιας νέας λαμπρής σταδιοδρομίας. Συνεργάζεται με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου την ίδια χρονιά και με την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της Ουάσινγκτον, το 1975, και αναλαμβάνει τη μουσική διεύθυνση της δεύτερης το 1977. Το 1981 οργανώνει τον Πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Βιολοντσέλου "Ροστροπόβιτς" στο Παρίσι, το 1983 το "Rostropovich Festival" στο Snape της Αγγλίας. Επίσης, βασισμένος στη απεριόριστη εκτίμηση που τρέφει για τους Προκόπιεφ και Μπρίτεν, είναι ο εμπνευστής των εκδηλώσεων "Sergei Prokofiev: The Centenary Festival", 1991, και "Festival of Britten", 1993, της Συμφωνικής Ορχήστρας του Λονδίνου. Στις Η.Π.Α. ο Ροστροπόβιτς και η γυναίκα του εκφράζονται ανοιχτά κατά του καθεστώτος της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονός που επιφέρει την αφαίρεση της υπηκοότητάς τους, η οποία θα τους επιστραφεί μόνο το 1990. Το 1990 επιστρέφει στη χώρα του, επικεφαλής της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Ουάσινγκτον, για μια σειρά συναυλιών στη Μόσχα και στο Λένιγκραντ. Την επόμενη χρονιά, παίρνει το αεροπλάνο, χωρίς καν να έχει βίζα, για είναι παρών στα γεγονότα του Αυγούστου μπροστά στο Ρωσικό Κοινοβούλιο και γίνεται δεκτός από το πλήθος σαν εθνικός ήρωας. Ο Σλάβα Ροστροπόβιτς συγκέντρωσε πάμπολλες τιμητικές διακρίσεις, εν ζωή, από περισσότερες από 30 χώρες (από τη Γερμανία έως την Ιαπωνία και την Ελλάδα), περιλαμβανομένης της διάκρισης της Γαλλικής Λεγεώνας το 1982, της διάκρισης German Order of Merit, του τίτλου του ιππότη από την Βασίλισσα Ελισσάβετ, το 1987, και της ετήσιας τιμητικής διάκρισης από τη League of Human Rights. Υπήρξε επίτιμος διδάκτωρ σε μερικά από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια, καθώς και πρέσβης καλής θέλησης της Unesco, ιδιότητα με την οποία μπόρεσε να υποστηρίξει πολλά εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα. Το 1997 ο Ροστροπόβιτς γιόρτασε τα 70α γενέθλιά του στο Μπακού, όπου, εντυπωσιασμένος το επίπεδο της εκεί μουσικής παιδείας, υποσχέθηκε ότι θα επιστρέφει για να παραδίδει ένα master class κάθε χρόνο στη Μουσική Ακαδημία (υπόσχεση που τήρησε τα επόμενα χρόνια). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του συνέχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο για συναυλίες και τιμητικές εκδηλώσεις. Άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Απριλίου του 2007, σε νοσοκομείο της Μόσχας όπου νοσηλευόταν με προβλήματα καρκίνου, ένα μήνα ακριβώς μετά τη συμπλήρωση των 80 του χρόνων. (στοιχεία του βιογραφικού σημειώματος αντλήθηκαν από την ιστοσελίδα: www.emiclassics.com)