Kierkegaard Søren 1813-1855
Kierkegaard Sören
Ο υπαρξιστής φιλόσοφος Soren Kierkegaard γεννήθηκε στις 5 Μαΐου 1813 στην Κοπεγχάγη. Ήταν το έβδομο παιδί του Michael Pedersen Kierkegaard, ενός εύπορου υφασματέμπορου, και της δεύτερης γυναίκας του, Anne Lund. Το 1830 εγγράφεται στη Θεολογική Σχολή. Εντρυφώντας στην αρχαία ελληνική γραμματεία γοητεύεται από τον Σωκράτη, τον οποίο έχει πλέον ως πρότυπο. Το 1837 γνωρίζει τη Regine Olsen. Ένα χρόνο αργότερα κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο, μια κριτική σε νουβέλα του Hans Christian Andersen. Οι αλλεπάλληλες οικογενειακές τραγωδίες - η μητέρα του και πέντε από τα έξι αδέλφια του πεθαίνουν από αρρώστιες ή δυστυχήματα - τον ωθούν να αφιερώσει τη ζωή του στο "τι ακριβώς σημαίνει να είσαι χριστιανός στη σημερινή χριστιανοσύνη". Το 1841 ανακοινώνει στη Regine ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν, επειδή "λογοδοτεί σ' ένα ανώτερο δικαστήριο". Υποβάλλει στη Θεολογική Σχολή το διδακτορικό του με θέμα τη σωκρατική ειρωνεία. Το 1843 γράφει με ψευδώνυμο το "Είτε-Είτε", που σηματοδοτεί την αφετηρία του φιλοσοφικού του έργου. Ακολουθούν, με διαφορετικό πάντοτε ψευδώνυμο, τα: "Ημερολόγιο ενός γητευτή" (1842), "Επανάληψη" (1843), "Φόβος και τρόμος" (1843),"Φιλοσοφικά θρύμματα" (1844), "Έννοια της αγωνίας" (1844), "Πρόλογοι" (1844), "Στάδια στην πορεία της ζωής" (1845), "Δεκαοκτώ ευεργετικές ομιλίες 1843-1845" και "Τρεις ομιλίες για φανταστικές περιστάσεις" (1845). Η δεύτερη συγγραφική περίοδος όπου το επίθετο Kierkegaard αντικαθιστά πλέον τα ψευδώνυμα αρχίζει με τις "Ευεργετικές ομιλίες σε διάφορα πνεύματα" (1847). Ακούει για τον Δανό θεολόγο Adler, που καθαιρείται από την Εκκλησία, και γράφει το "Βιβλίο για τον Adler". Το 1847 δημοσιεύει τα "Έργα αγάπης", "αφιερωμένα σ' εκείνον τον ένα που με χαρά και ευγνωμοσύνη ονομάζω αναγνώστη μου". Ολοκληρώνει τις Χριστιανικές ομιλίες, που κυκλοφορούν το 1848, τον "πιο αποδοτικό χρόνο που έχω ζήσει ως συγγραφέας". Γράφει το "Ασθένεια προς θάνατον" (1849), που θεωρεί το πιο σημαντικό θρησκευτικό του έργο και την "Εξάσκηση στο χριστιανισμό" (1850). Το 1851 ακολουθούν τα εξής: "H άποψη για το έργο μου ως συγγραφέα", "Δύο ομιλίες για τη θεία κοινωνία της Παρασκευής" και "H αυτοκριτική που συνιστάται για τη σύγχρονη εποχή". Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του ο Kierkegaard βάλλει κατά του εκκλησιαστικού κατεστημένου μέσα από μια έντονα επικριτική αρθρογραφία στην εφημερίδα "Πατρίς" και στο δεκαπενθήμερο φυλλάδιο "Στιγμή", το οποίο συντάσσει εξ ολοκλήρου. Πεθαίνει στις 11 Νοεμβρίου 1855, στα σαράντα δύο του χρόνια.