Βαμβακάρης Μάρκος 1905-1972
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1905, στην Άνω Χώρα της Σύρου. Ο Μάρκος προέρχονταν από φτωχή και πολυμελή οικογένεια. Γονείς του ήταν ο Δομένικος Βαμβακάρης και η Ελπίδα Προβελλεγίου. Είχε άλλα πέντε αδέλφια: Τον Λέανδρο, τον Φραγκίσκο, τον Αργύρη Βαμβακάρη, τη Ρόζα και τη Γκράτσια. Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο πατέρας του έπαιζε πίπιζα. Για το θρήσκευμά του απέκτησε αργότερα και το παρατσούκλι "Φράγκος". Το 1912, η επιστράτευση του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το σχολείο πριν τελειώσει την τετάρτη τάξη και να δουλέψει στο κλωστήριο μαζί με τη μητέρα του. Στη συνέχεια έκανε πολλές δουλειές, όπως παραγιός σε μπακάλικα, σε χασάπικα, εφημεριδοπώλης και λούστρος, ώσπου ένα άτυχο περιστατικό το 1917 τον αναγκάζει να μπει λαθρεπιβάτης σε ένα βαπόρι και να το σκάσει από τη Σύρο για τον Πειραιά. Εκεί ξεκίνησε να δουλεύει ως γαιανθρακεργάτης και εννέα μήνες μετά εγκαθίσταται όλη η οικογένεια. Στον Πειραιά δούλεψε σαν γαιανθρακεργάτης, χαμάλης στα τελωνεία και κατέληξε εκδορέας στα σφαγεία. Το 1942 παντρεύεται με ορθόδοξο γάμο τη δεύτερη σύζυγό του Βαγγελιώ πράγμα που αποτέλεσε και την αιτία του αφορισμού του από την καθολική εκκλησία, λόγω της άρνησης της επισκοπής να ακυρώσει τον πρώτο καθολικό γάμο που είχε τελέσει σε πολύ μικρή ηλικία με την περιβόητη Ζιγκοάλα την πρώτη του γυναίκα. Ο αφορισμός έληξε γύρω στο 1966 αφού είχε ήδη αρχίσει η δεύτερη καριέρα του Μάρκου Βαμβακάρη. Από τη δεύτερη σύζυγο απέκτησε 3 παιδιά, το Βασίλη, το Στέλιο και τον Δομίνικο. Η ενεργητική του ενασχόληση με τη μουσική άρχισε λίγο πριν πάει στρατιώτης το 1924-25, όταν άκουσε κατά τύχη ένα φίλο του πατέρα του, το Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει μπουζούκι. Μέσα σε έξι μήνες έμαθε το όργανο μόνος του, με μόνη καθοδήγηση τα ακούσματα από παλαιούς μπουζουκοπαίχτες που συναντούσε στους τεκέδες της εποχής. Παρ' ότι χειριζόταν πολύ καλά το όργανο, δεν έπαιζε επί πληρωμή, παρά μόνο με φίλους σε τεκέδες, μέχρι το 1934, οπότε λόγω οικονομικών αναγκών και μετά από παρότρυνση του βιολιτζή Βραχάμ συμμετείχε σε ορχήστρα επί πληρωμή. Λίγο καιρό αργότερα, το καλοκαίρι του 1934 συστήνει την πρώτη λαϊκή ορχήστρα, στη μάντρα του Σαραντόπουλου στην Ανάσταση Πειραιώς, την περίφημη "Τετράδα του Πειραιώς", αποτελούμενη από τον ίδιο και τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή, Ανέστη Δελιά. Ο Μάρκος Βαμβακάρης άρχισε να γράφει δικά του τραγούδια από το 1928-29, αλλά η καριέρα του στη δισκογραφία ξεκινά το δεύτερο εξάμηνο του 1932 στη νεόδμητη τότε Ελληνική Columbia όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι το "Εφουμάρα μ' ένα βράδυ" και το οργανικό "Σερφ ταξίμι" στην άλλη πλευρά του δίσκου. Ακολούθησε μια λαμπρή και πολύ παραγωγική καριέρα, τόσο στις δισκογραφικές εταιρείες όσο και στα νυχτερινά κέντρα, η οποία δε σταμάτησε ούτε την περίοδο της κατοχής. Παρ' όλα αυτά, το 1950 ο Μάρκος Βαμβακάρης αρρωσταίνει από αρθρίτιδα, πράγμα που οδηγεί στην πλήρη καλλιτεχνική του απομόνωση. Ζει στην ανέχεια, κυρίως με περιοδείες στην επαρχία και σε πανηγύρια μέχρι το 1959 οπότε και τον καλεί ο Βασίλης Τσιτσάνης, ως νέος καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia, για να ηχογραφήσει νέα και παλιά τραγούδια του με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Στο σημείο αυτό αρχίζει η δεύτερη καριέρα του συνθέτη, ο οποίος είχε την τύχη να δει το έργο του αναγνωρισμένο. Πέθανε στο σπίτι του στην Κοκκινιά στις 8 Φεβρουαρίου του 1972. Στους δίσκους, ο Μάρκος Βαμβακάρης συνήθως έπαιζε μπουζούκι και τραγουδούσε ο ίδιος. Ο Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972 σε ηλικία 66 ετών.