Larbaud Valery 1881-1957
Ο Βαλερύ Λαρμπώ γεννήθηκε και πέθανε στο Βισύ (1881-1957). Ήταν μοναχογιός του φαρμακοποιού Nicolas Larbaud και παραχαϊδεμένος από τους πάμπλουτους γονείς του. Μπήκε εσωτερικός στο κολέγιο Sainte-Barbe-des-Champs στο Fonteney-aux-Roses: "παλιό σχολείο, πιο κοσμοπολίτικο κι από παγκόσμια έκθεση". Εκεί είχε συμμαθητές νεαρούς Νοτιοαμερικανούς, γεγονός που τον οδήγησε αργότερα να πει ότι ο κόσμος της Καστίλλης υπήρξε η δεύτερη πατρίδα του. Η μύησή του αυτή στον εξωτισμό έμελλε να τον σημαδέψει για πάντα. Τελειώνει τον δεύτερο κύκλο των σπουδών του στο λύκειο Henri IV του Παρισιού και μπαίνει στη Σορβόννη. Αφού κληρονόμησε την πατρική περιουσία στα εικοσιένα του χρόνια, ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του με διάφορα ταξίδια: Ιταλία, Γερμανία, Αγγλία, Σουηδία και, βεβαίως, Ισπανία, την οποία είχε ήδη επισκεφτεί όταν ήταν δεκαπέντε ετών. Το 1908 πήρε το πτυχίο του της Φιλολογίας. Εν συνεχεία θα μοιράσει το χρόνο του ανάμεσα στο Παρίσι και την ιδιαίτερη πατρίδα του. Σύντομα έγινε ο μεγάλος Ευρωπαίος που θα δάνειζε τη μορφή του στον ήρωα του Barnabooth. To πρώτο του δοκίμιο το έγραψε όταν ήταν δώδεκα ετών: μια μικρή ιστορία με θέμα τη ζωή στο κολέγιο. Ήδη από το 1901 άρχισε να συνεργάζεται με το περιοδικό La plume κι έγινε γνωστός με τη μετάφραση του "The Rime of the Ancient Mariner" του Coleridge. Από το 1902 ως το 1907 συνέγραψε τη συλλογή ποιημάτων "Poemes par un riche amateur", την οποία εξέδωσε ανώνυμα το 1908 και την επανεξέδωσε το 1923 με τον τίτλο "Poesies de A.O. Barnabooth". Το 1906 άρχισε να γράφει τη "Φερμίνα Μάρκες", ένα μικρό μυθιστόρημα το οποίο ολοκλήρωσε το 1909 και το εξέδωσε το 1911. Το 1913 κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του "Α.Ο. Barnoboth. Le pauvre chemisier. Son journal intime", με το οποίο και καθιερώθηκε. Το 1919, έχοντας γνωρίσει προσωπικά τον James Joyce, γοητεύεται με τον "εσωτερικό μονόλογο" του τελευταίου και χρησιμοποιεί το λογοτεχνικό αυτό σχήμα σε μια συλλογή αφηγημάτων που εκδίδει αργότερα με τίτλο "Εραστές, ευτυχισμένοι εραστές..." Θέλοντας να τιμήσει τον Τζόυς, του προτείνει να ξαναδούν μαζί τη δύσκολη μετάφραση του Οδυσσέα που είχαν εκπονήσει ο A.Morel και ο Stuart Gilbert (1929). Mετά τους "Εραστές...", ο Λαρμπώ σταμάτησε να γράφει μυθιστορήματα και αφιερώθηκε στα δοκίμια, στις κριτικές και τη μετάφραση. Όπως είχε φροντίσει να διαδώσει τη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία στο εξωτερικό, ο Λαρμπώ, χάρη στη γλωσσομάθειά του, αποκάλυψε στους συμπατριώτες του πολλούς σπουδαίους Άγγλους συγγραφείς σαν τον Μπέκετ, τον Τσέστερτον, τον Κόνραντ, τον Τζόυς κτλ., αλλά και άλλους όπως τον Gomez de la Serna και τον Guiraldes. Μπορούσε επιπλέον να διαβάσει με άνεση αρχαία ελληνικά και λατινικά, και γνώριζε καλύτερα από τον καθένα την παλιά γαλλική λογοτεχνία. Η μεγάλη του αγάπη για τη λογοτεχνική έρευνα είναι εμφανής σε έργα του που σήμερα είναι γνωστά στους ανθρώπους των γραμμάτων: "Ce vice inpuni, la lecture" (1925-1941), "Jaune, bleu, blanc, Techniques" (1932), "Aux couleurs de Rome". Χτυπημένος από ημιπληγία τον Οκτώβριο του 1935, ο Λαρμπώ δεν ήταν πλέον σε θέση να εγκαταλείψει το Βισύ. Αισθησιακός, σκεπτικιστής, λόγιος και τρομερά ακριβολόγος, ο Βαλερύ Λαρμπώ δεν είναι συγγραφέας που απευθύνεται στην πλατιά μάζα. Έχει, ωστόσο, επηρεάσει με τον πιο λεπταίσθητο τρόπο τη γαλλική λογοτεχνία, τόσο στον τομέα της κριτικής όσο και στους τομείς της λογοτεχνίας και της ποίησης.