Νικολαρεΐζης Δημήτριος 1908-1981
Ο Δημήτριος Νικολαρεΐζης γεννήθηκε το 1908, γόνος παλιάς οικογένειας της Σάμου. Δευτερότοκος γιός του καπνέμπορου και εφοπλιστή Ιωάννη (Τζων) Νικολαρεΐζη, απογόνου αγωνιστών του 1821, και της Αικατερίνης Βλιάμου. Μετά το τέλος των γυμνασιακών σπουδών του στο Πυθαγόρειο Γυμνάσιο Σάμου, φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εν συνεχεία παρακολούθησε επί ένα χρόνο μαθήματα ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Φλορεντίας. Τον Φεβρουάριο του 1936, ύστερα από διαγωνισμό, εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία και υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών: υποπρόξενος στο Αργυρόκαστρο (1940-1941), ακολούθησε την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στις 10.5.1941 στη μάχη της Κρήτης, στην Αλεξάνδρεια, στη Ν. Αφρική και στο Λονδίνο. Πρόξενος στο Αμβούργο (1948-1950), επιτετραμμένος στη Βόννη (1950-1952), αναπληρωτής σύμβουλος της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ Παρισίων (1954-1956), επιτετραμμένος σύμβουλος Πρεσβείας και γενικός πρόξενος στο Λονδίνο (1956-1958), πρεσβευτής στο Βελιγράδι (1960-1964), πρέσβης στο Λονδίνο (1964-1967), διευθυντής Β΄ Πολιτικής Διευθύνσεως Υπουργείου Εξωτερικών (1967-1968). Μετά από την αναγκαστική αποχώρησή του από το Διπλωματικό Σώμα το 1967, συνεργάστηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα με την εφημερίδα "Ακρόπολις", κυρίως με ανταποκρίσεις. Για τις υπηρεσίες του τιμήθηκε με διάφορα παράσημα (Αργυρό Σταυρό του Σωτήρος, Ταξιάρχη Γεωργίου κ.ά.). Πέθανε στην Αθήνα το 1981. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματά μας το 1925, σε ηλικία δεκαεπτά ετών, με μια μετάφραση ποιήματος του Αλφόνσου Ντωντέ σε λογοτεχνικό περιοδικό της Σάμου. Συνάδελφος και φίλος του Γιώργου Σεφέρη, συνέβαλε στην έκδοση του περιοδικού Νέα Γράμματα, εκφραστικού οργάνου της γενιάς του '30. Αφού ταλαντεύτηκε μεταξύ λογοτεχνίας και κριτικής, δόθηκε στη δεύτερη, υπηρετώντας τη διακριτικά· "ξένος αυτός προς το θόρυβο και την κραυγαλέα διαφήμιση και αυτοδιαφήμιση", επεσήμανε ο Βάσος Βαρίκας, ενώ ο Σεφέρης έγραφε στον Κατσίμπαλη το 1936 για τον Νικολαρεΐζη ότι "ταλαντεύεται μεταξύ διπλωματίας και τελειότητας". Από το πρώτο κιόλας δοκίμιό του, το 1930, έδειξε τις αρετές του: Ευαίσθητος και επαρκής αναγνώστης της λογοτεχνίας, οξυδερκής ως κριτικός της, επεδίωκε να αναδείξει "το ανθρώπινο βάθος" που εκφράζει κάθε συγγραφέας. Μπορεί η παραγωγή του να είναι εντυπωσιακά μικρή, όμως έχει (και σήμερα) αντιστρόφως ανάλογη αξία, ώστε η κρίση του Βαρίκα να παραμένει σε ισχύ: ο Νικολαρεΐζης επιβάλλεται "σαν μια από τις φωτεινότερες κριτικές συνειδήσεις". Όσο ζούσε συγκέντρωσε το δοκιμιακό και κριτικό έργο του σε δύο βιβλία: "Ούγος Φώσκολος και Ανδρέας Κάλβος" (1961), "Δοκίμια κριτικής" (1962, 2η -1983) με την εύστοχη επιγραφή "Χρη λέγειν τα καίρια" από τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου. Τα "Δοκίμια κριτικής" βραβεύτηκαν το 1963 με το βραβείο Λ. Γουλανδρή - ένα από τα βραβεία της Ομάδας των δώδεκα.