Bach Johann Sebastian 1685-1750
Bach Johann Sebastian
Γεννήθηκε στο Eisenach της Θουριγγίας σε οικογένεια με μακρά μουσική παράδοση, συνολικά περίπου 300 ετών. Παππούς, πατέρας και αδέλφια ήταν γνωστοί μουσικοί και εξ ίσου γνωστός μουσικός με αρχικά μάλλον περιορισμένη εμβέλεια ήταν ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ. Η σπουδαιότητά του έγινε σταδιακά αντιληπτή από τα μέσα του 18ου αιώνα και έκτοτε θεωρήθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους μουσικούς που γνώρισε η ανθρωπότητα. Ήταν το έκτο και μικρότερο παιδί στην οικογένεια και ορφάνεψε το 1694 από μητέρα και το 1695 και από τον πατέρα. Μεγάλωσε έκτοτε με τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος τον δίδαξε εκκλησιαστικό όργανο. Στο πατρικό του σπίτι είχε αρχίσει με πνευστά και έγχορδα όργανα. Το 1703 γίνεται ο Μπαχ οργανίστας του δούκα Johann Ernst von Weimar καθώς και στην εκκλησία του Arnstadt. Εκεί ζήτησε άδεια και πήγε με τα πόδια στη Luebeck (κάπου 700 χιλιόμετρα) για να ακούσει το διάσημο οργανίστα και συνθέτη της εποχής Μπούξτεχούντε. Λέγεται ότι προσφέρθηκε και σ' αυτόν, όπως 2 χρόνια πριν στον Χαίντελ, η θέση διαδόχου του μεγάλου Μπούξτεχούντε. Έπρεπε όμως μαζί με τη θέση να πάρει και τη θυγατέρα του οργανίστα ως σύζυγο, το οποίο και δεν συνέβη. Ο Μπαχ επέστρεψε και εγκαταστάθηκε στη Θουριγγία, όπου παντρεύτηκε μία δεύτερη ξαδέλφη του, την Μαρία Βαρβάρα, με την οποία απέκτησε μέχρι το 1718 επτά παιδιά. Το 1708 έγινε οργανίστας στην αυλή της Βαϊμάρης και το 1714 διευθυντής ορχήστρας. Στα χρόνια της Βαϊμάρης γνωρίζει ο Μπαχ την ιταλική όπερα της εποχής, η οποία επηρέασε τα φωνητικά εκκλησιαστικά του έργα. Όταν σε μια ανακατάταξη θέσεων στην ορχήστρα τον παρακάμπτουν, φεύγει ο Μπαχ και μεταβαίνει στο Koethen, στην αυλή του πρίγκιπα Λεοπόλδο του 'Ανχαλτ. Εκεί πεθαίνει το 1720 η γυναίκα του Μαρία Βαρβάρα και ένα χρόνο μετά παντρεύεται την 'Αννα Μαγδαληνή, κόρη ενός τρομπετίστα της ορχήστρας. Από αυτό το γάμο απέκτησε ο Μπαχ άλλους 6 γιους και 7 κόρες - συνολικά δηλαδή 20 παιδιά. Στο σπίτι του Μπαχ παιζόταν πάντα μουσική και κάθε παιδί που μεγάλωνε έπαιρνε θέση στην οικογενειακή ορχήστρα. Τέσσερις από τους γιους του Μπαχ έγιναν επίσης διάσημοι μουσικοί (Wilhelm Friedemann, Carl Philipp Emmanuel, Johann Christian, Johann Christoph). Στο Koethen γράφτηκαν και τα σπουδαιότερα έργα για μουσική δωματίου του Μπαχ, τα οποία αρχικά προορίζονταν για την εκπαίδευση των παιδιών του. Όταν το 1722 πέθανε ο οργανίστας στην εκκλησία του Αγίου Θωμά στη Λειψία, προσελήφθη ο Μπαχ, επειδή 3 άλλοι διάσημοι οργανίστες και συνθέτες της εποχής, ανάμεσά τους ο Τέλεμαν, δεν ενδιαφέρονταν για τη θέση. Στα βιβλία του Δήμου της Λειψίας καταγράφηκε ότι "προσλάβαμε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο, γιατί οι καλύτεροι δεν δέχτηκαν"! Στη Λειψία ήταν υποχρεωμένος ο Μπαχ να εργάζεται σκληρά, εκτός από οργανοπαίκτης, ήταν και συνθέτης (καντάτες, μοτέτα, ορατόρια, λειτουργίες, τα πάθη κ.ά., συνολικά πάνω από 300 έργα), εκπαιδευτής νεαρών μελών της χορωδίας και της ορχήστρας. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του και του βεβαρυμένου εργασιακού προγράμματός του, τυφλώθηκε προοδευτικά, αν και στα τελευταία του έγραψε πολύ σημαντικά έργα για την ιστορία της μουσικής, όπως την "Τέχνη της φούγκας". Αποτελεί ιστορική ειρωνία ότι ο Μπαχ δεν έτυχε να συναντηθεί ποτέ με τον Χαίντελ, οι οποίοι γνώριζαν ο ένας για τον άλλον, ήταν συνομίλικοι, είχαν την ίδια καταγωγή και ανάλογες σταδιοδρομίες στο χώρο της μουσικής. Με το θάνατό του ξεχνιέται ο Μπαχ από τους συγχρόνους του. Περίπου οι μισές από τις πάμπολλες συνθέσεις του χάνονται. Στις δεκαετίες μετά αναφέρεται ο γιος του, Carl Philipp Emmanuel, ως ο "μεγάλος Μπαχ", ο πατέρας αγνοείται. Ο Μότσαρτ γνωρίζει τον Μπαχ από υποδείξεις φίλων του (βαν Ζβίτεν), οι οποίοι οργάνωναν κυριακάτικα πρωινά με "παλιά μουσική". Ο Μπετόβεν γνώριζε δευτερευόντως τον Μπαχ, αλλά κυρίως τον Χαίντελ, τον οποίο θεωρούσε σημαντικότερο όλων, ακόμα και από τους Χάυντν και Μότσαρτ. Το έτος 1829 ανεβάζει ο συνθέτης Φέλιξ Μέντελσον στο Βερολίνο τα "Πάθη κατά Ματθαίον" και ο Μπαχ επανέρχεται στην επικαιρότητα. Από τότε το όνομα Μπαχ δεν έλειψε ποτέ από το ρεπερτόριο όλων των ορχηστρών του κόσμου. Η μουσική του Μπαχ αποτελεί αποκορύφωση και ολοκλήρωση του μπαρόκ, πριν από το πέρασμα στην κλασική εποχή. Ο μεγάλος συνθέτης δημιούργησε με ιδιοφυή τρόπο μια γέφυρα από την ολλανδική παράδοση στον Βιβάλντι, συνεδύασε τους νόμους της πολυφωνίας του γενικού βάσιμου (basso continuo), της αντίστιξης και της αρμονίας. Στη μουσική του ενοποιούνται ο γοτθικός μυστικισμός και η ζωντάνια του μπαρόκ.