Mandelshtam Osip Emilyevich 1891-1938
Ο Όσιπ Εμιλιέβιτς Μαντελστάμ (1891-1938) αποτελεί μια από τις πιο τραγικές και ταυτόχρονα λυρικές μορφές της ρωσικής ποίησης των αρχών του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στη Βαρσοβία, αλλά την παιδική του ηλικία και τα πρώτα χρόνια της νεότητάς του τα πέρασε στην Αγία Πετρούπολη, όπου ζούσε η οικογένειά του και στο Πετροπάβλοσκ, όπου πήγαιναν διακοπές τα καλοκαίρια. Ο πατέρας του τον προόριζε για ραβίνο και για τον λόγο αυτό του απαγόρευε να διαβάζει "κοσμικά" βιβλία, γι' αυτό και ο Οσίπ σε ηλικία 14 ετών έφυγε από το σπίτι και κατέληξε στην ανώτατη ιερατική σχολή ταλμουδικών σπουδών στο Βερολίνο. Αντί όμως να μελετάει τα ιερά κείμενα της εβραϊκής θρησκείας, προτίμησε να ασχοληθεί με τα κείμενα του Σίλερ και των άλλων Γερμανών φιλοσόφων του 18ου αιώνα. Τα βιογραφικά στοιχεία του Όσιπ Μαντελστάμ που αναφέρονται στην προεπαναστατική Ρωσία είναι ελάχιστα γνωστά και θησαυρίζονται είτε στο αυτοβιογραφικό του δοκίμιο "Ο θόρυβος του χρόνου", είτε στις αναμνήσεις ανθρώπων του περιβάλλοντός του. Συνεχείς αλλαγές του τόπου διαμονής, προφανώς εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπιζε ο πατέρας του αλλά και η φοίτηση στην ανώτατη εμπορική σχολή, ένα από τα πλέον προοδευτικά εκπαιδευτική ιδρύματα της εποχής εκείνης, είναι μερικές από τις εικόνες που έχουμε για τον Μαντελστάμ. Το 1907 φεύγει για το Παρίσι λόγω της γοητείας που ασκούσαν πάνω του οι Γάλλοι συμβολιστές. Το 1910 θα φοιτήσει για δύο εξάμηνα στο Πανεπιστήμιο της Χαϊλδεβέργης, ενώ το 1911 θα αρχίσουν οι σπουδές του στο τμήμα της Ρωμανογερμανικής Γλώσσας της Ιστορικής και Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Πετρούπολης. Σπουδές τις οποίες δεν θα ολοκληρώσει, παρ' όλο που διάφορες μαρτυρίες επιβεβαιώνουν αυτό που θα φανεί αργότερα περίτρανα στη τέχνη του, τη γοητεία που ασκούσε πάνω του η ελληνική γλώσσα και ιστορία. Τα πρώτα του ποιήματα τα έγραψε το 1908 και είναι συνδεδεμένα με την κυκλοφορία του περιοδικού "Απόλλων", στα τέλη του 1909. Την περίοδο αυτή γνωρίστηκε με τον Ν. Σ. Γκουμιλιόφ, μια φιλία που κράτησε μέχρι τον θάνατό του. Ταυτόχρονα εισέρχεται στον κύκλο του ποιητή Βιατσεσλάβ Ιβανόφ, στον οποίο είχε προκαλέσει μεγάλη εντύπωση το πάθος του νεαρού Όσιπ. Το 1913 κυκλοφορεί ιδίοις αναλώμασι η πρώτη ποιητική του συλλογή με τίτλο Λίθος από τον εκδοτικό οίκο Ακμή. Με την έναρξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ο Μαντελστάμ γράφει μερικά ποιήματα επηρεασμένος από την πρωτόγνωρη φρίκη των πολεμικών συγκρούσεων. Το 1916 βρίσκεται για ένα χρονικό διάστημα στην Κριμαία, όπου γράφει ένα από τα καλύτερά του ποιήματα, το "Tristia". Ελάχιστα γνωρίζουμε για τη ζωή του Μαντελστάμ τα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια. Μοναδικές μαρτυρίες τα άρθρα του σε αντικομμουνιστικές εφημερίδες και φυλλάδια μεταξύ 1917-1918. Την επόμενη χρονιά πηγαίνει από το Κίεβο στην Κριμαία με τα στρατεύματα των λευκών υπό τον στρατηγό Βράνγκελ, ενώ το 1920 καταφεύγει στη Γεωργία προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψή του από τους Κόκκινους. Από εκεί για ένα διάστημα βρίσκεται στη Μόσχα αλλά και στην Πετρούπολη, δίχως όμως να έχουμε σαφείς ενδείξεις για τον ακριβή χρόνο, παρά μόνο τις δικές του σημειώσεις στα ποιήματά του. Το 1920 εγκαθίσταται στην Πετρούπολη. Το 1922 κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή "Tristia" με τον υπότιτλο "Πετρούπολη-Βερολίνο". Προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς το ζειν κάνει μεταφράσεις από τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα αγγλικά. Την ίδια χρονιά, το 1922, παντρεύεται στη Ναντιέζντα Γιάκοβλεβνα Ζαζίνα, αδελφή του ποιητή Ευγένιου Χαζίνα. Το 1925 κυκλοφορεί το βιβλίο του "Ο θόρυβος του χρόνου". Το 1928 κάνει την εμφάνισή της η πρώτη αναδρομική συλλογή έργων του, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και η συλλογή δοκιμίων του με τον γενικό τίτλο "Περί ποιήσεως". Μετά από τη χρονιά αυτή ο Όσιπ Μαντελστάμ δεν εκδίδει τίποτε. Από τα τέλη της δεκαετίας του '20 και μετά ο Μαντελστάμ αρχίζει, μαζί με άλλους, να βιώνει τη σκληρότητα του νέου καθεστώτος. Πλήθος λογοτεχνών της εποχής του στρέφεται, καθ' υπόδειξη της κομματικής ιεραρχίας, εναντίον του. Πολλοί διακόπτουν κάθε επαφή μαζί του. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις δημόσιων προπηλακισμών. Το 1934 ο Μαντελστάμ συλλαμβάνεται με την κατηγορία ότι είχε γράψει επικριτικούς στίχους και επιγράμματα κατά του Στάλιν και καταδικάζεται σε φυλάκιση τριών ετών στο στρατόπεδο Τσερντίν. Εκεί κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας πέφτοντας από το παράθυρο του νοσοκομείου. Από εκεί, σε χρόνο άγνωστο σε μας, μεταφέρεται στο Βαρόνεζ. Στοιχεία για τον βίο του ποιητή κατά τη διάρκεια αυτής της τριετούς εξορίας δεν υπάρχουν. Για δεύτερη φορά συλλαμβάνεται στις 2 Μαΐου 1938 και εξορίζεται στο Μαγκαντάν, στην ανατολική Σιβηρία. Κατά τη διάρκεια της μεταγωγής του εκεί, τα όργανα της Κα.Γκε.Μπε. τού δημιουργούν τις υπόνοιες ότι θέλουν να τον δηλητηριάσουν. Φτάνοντας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης αρχίζει και κλέβει το φαγητό των συγκρατούμενων του, οι οποίοι τον χτυπούν, τον χλευάζουν και τον αναγκάζουν, εν τέλει, να τρέφεται με σκουπίδια και να ζει έξω από τα παραπήγματα στο τρομερό σιβηριανό κρύο. Μετατρέπεται σε μια εξαθλιωμένη φιγούρα και παρά τις φροντίδες κάποιων εξόριστων γιατρών ο θάνατος τον βρίσκει στο Βλαδιβοστόκ στις 27 Δεκεμβρίου του 1938. Τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του δεν θα τις μάθουμε ποτέ. (Πηγή: www.indiktos.gr)