Μαρκετάκη Τώνια
Marketáki Tónia
Η Τώνια Μαρκετάκη γεννήθηκε στον Πειραιά στις 29 Ιουλίου του 1942, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Έχασε πολύ νωρίς τον πατέρα της και ανατράφηκε κυρίως από τη μητέρα της και τη γιαγιά της, που κατάγονταν και οι δύο από τη Χίο. Μετά τη μέση εκπαίδευση κατάφερε να γραφτεί με υποτροφία στο Ινστιτούτο Ανωτάτων Κινηματογραφικών Σπουδών (IDHEC), στο Παρίσι -η τρίτη γυναίκα μετά τις Μαρία Πλυτά και Λίλα Κουρκουλάκου-, όπου σπούδασε από το 1960 ως το 1964, παρακολουθώντας ταυτόχρονα μαθήματα στη δραματική σχολή του Theatre National Populaire (TNP), υπό τη διεύθυνση του Georges Wilson. Μετά την επιστροφή της στην Ελλάδα εργάζεται ως καλλιτεχνική συντάκτρια και κριτικός κινηματογράφου στις εφημερίδες "Δημοκρατική Αλλαγή", "Το Βήμα" και στο περιοδικό "Ταχυδρόμος". Το 1967 γυρίζει την πρώτη της ταινία μικρού μήκους, "Ο Γιάννης και ο δρόμος", τον Αύγουστο όμως της ίδιας χρονιάς συλλαμβάνεται από τη δικτατορία και φυλακίζεται για τέσσερις μήνες χωρίς δίκη, ώσπου να δικαστεί και να καταδικαστεί με αναστολή. Μη μπορώντας να ανεχτεί τις συνθήκες στην Ελλάδα φεύγει για το Παρίσι και το Λονδίνο, όπου εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη και βοηθός μοντέρ, μεταξύ άλλων, στις ταινίες "One Plus One" του Jean Luc Godard και "What?" του Nicholas Ray. Από το 1969 έως το 1971 εγκαθίσταται στην Αλγερία, όπου γυρίζει τρία εκπαιδευτικά ντοκιμαντέρ για τους αγρότες για λογαριασμό του Τμήματος Λαϊκής Επιμόρφωσης του Υπουργείου Γεωργίας. Τον Μάιο του 1971 επιστρέφει στην Ελλάδα, δηλώνοντας με νόημα "προτιμώ τους δικούς μας φασίστες, από τους υπόλοιπους...", έχοντας πάρει την απόφαση να μείνει και να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Το 1973 ολοκληρώνεται ο "Ιωάννης ο βίαιος", μια σχεδόν τρίωρη ταινία -ορόσημο του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, η οποία κερδίζει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τα βραβεία σκηνοθεσίας, σεναρίου και πρώτου ανδρικού ρόλου (Μανώλης Λογιάδης) και προβάλλεται στα Φεστιβάλ Βερολίνου ("Φόρουμ") και Σαν Ρέμο. Το 1975 γυρίζει το ντοκιμαντέρ "Νίσυρος", ενώ την επόμενη χρονιά το σχέδιο για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας με τίτλο "Ο άνθρωπος που χάθηκε" (εμπνευσμένη από τον "Μικρό Πρίγκηπα" του Σεν Εξυπερύ), ναυαγεί. Εργάζεται για λίγο ως βοηθός γενικού διευθυντή τηλεόρασης και σκηνοθετεί την τηλεοπτική σειρά 9 επεισοδίων "Λεμονόδασος", βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη (1978). Την ίδια εποχή συνεργάζεται με την εκπομπή της ΕΡΤ "Παρασκήνιο" (1976-1980). Το 1980 ανεβάζει δύο ελληνικά μονόπρακτα στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, "Το τέλος" του Γιώργη Χριστοφιλάκη και το "Ένα παράξενο απόγευμα" του Αντώνη Δωριάδη. Στο Θεατρικό Εγαστήρι της Θεσσαλονίκης ανεβάζει ένα έργο για παιδιά ("Μακαρόνια με κέτσαπ"), ενώ το 1987 σκηνοθετεί με επιτυχία, στη Θεσσαλονίκη πάλι, το "Φονιά" του Μήτσου Ευθυμιάδη. Εν τω μεταξύ εκδίδονται οι μεταφράσεις της των βιβλίων "Το κάλεσμα της άγριας φύσης" του Jack London (1979), "Ο Ναζισμός, μυστική εταιρεία" του Β. Γκέρσον (1981) και "Αισθητικοί στοχασμοί" του Guillaume Apollinaire (1982). Επίσης, ασχολείται με τη μετάφραση του αρχαίου ελληνικού δράματος ("Οιδίπους Τύραννος", "Επτά επί Θήβας", "Αντιγόνη"). Το 1983 η Τώνια Μαρκετάκη καταφέρνει να ολοκληρώσει τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της, "Η τιμή της αγάπης", που βασίζεται στην "Τιμή και το χρήμα" του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Η ταινία κερδίζει επτά κρατικά βραβεία (σεναρίου, σκηνοθεσίας, καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας, μουσικής, α' γυναικείου ρόλου, μακιγιάζ, κοστουμιών) και το βραβείο καλύτερης μεσογειακής ταινίας (Χρυσή Ελιά) στο Φεστιβάλ της Μπαστιά, στην Κορσική, προβάλλεται στα Φεστιβάλ του Μονάχου, του Λος Άντζελες και του Ρίο και καταχωρίζεται στο "International Film Guide" ως μία από τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες μετά το 1960. Παρά τις διακρίσεις της, η Μαρκετάκη εξακολουθεί να συναντάει προβλήματα στη χρηματοδότηση των ταινιών της, και εργάζεται ως μεταφράστρια, μοντέζ, κλπ.: το σενάριο για τις "Κρυστάλλινες νύχτες" απορρίπτεται, εγκρίνεται, ξανα-απορρίπτεται, ξανα-εγκρίνεται, για να γυριστεί τελικά η ταινία το 1992 και να αποτελέσει το κύκνειο άσμα της. Η ταινία τιμάται με πέντε κρατικά βραβεία (σεναρίου, σκηνοθεσίας, καλύτερης ταινίας, φωτογραφίας, κοστουμιών), με βραβεία α' γυναικείου ρόλου (Τάνια Τρύπη) και κοστουμιών στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και με το δεύτερο βραβείο καλύτερης μεσογειακής ταινίας (Ασημένια Ελιά) στο Φεστιβάλ της Μπαστιά, ενώ προβάλλεται σε αρκετά ξένα φεστιβάλ (Σικάγο, Νέα Υόρκη, Κων/πολη, κλπ.). Η Τώνια Μαρκετάκη υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του ελληνικού κινηματογράφου όχι μόνο για το ταλέντο και την ευαισθησία της, αλλά και για τη στάση και το ήθος της στη ζωή και την τέχνη. Πέθανε από καρδιά -έφυγε "αθόρυβα", όπως είπαν- στη δημιουργική ηλικία των πενήντα δύο χρόνων, στις 26 Ιουλίου 1994.