Γεδεών Μανουήλ Ι. 1851-1943
Gedeón Manouíl I.
Ο Μανουήλ Ι. Γεδεών (Κωνσταντινούπολη 1851- Αθήνα 1943), ήταν λόγιος, συγγραφέας και ιστοριοδίφης, καθώς και μέγας χαρτοφύλακας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από τους μεγαλύτερους μελετητές του Νεότερου Ελληνισμού. Μετά την αποφοίτησή του από τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το 1869, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Συνεργάστηκε αρχικά με την ελληνόφωνη εφημερίδα "Κωνσταντινούπολις", αλλά και με την τουρκόφωνη "Μικρά Ασία". Αργότερα εξέδωσε ο ίδιος δύο ελληνόφωνες εβδομαδιαίες εφημερίδες, την "Πρωία" (1876) και την "Ανατολή" (1877), όμως η εκδοτική του δραστηριότητα δεν κράτησε πολύ. Από το 1881 έως το 1923 υπήρξε μέλος της συντακτικής ομάδας της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας", του επίσημου οργάνου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ παράλληλα συνέχιζε την αρχειοδιφική και ιστορική έρευνα που είχε ξεκινήσει. Μεταξύ 1882-1885 και 1888-1890 διετέλεσε αρχισυντάκτης της "Εκκλησιαστικής Αλήθειας", ενώ από το 1902 έως το 1923, επίτιμος διευθυντής της. Στο περιοδικό αυτό δημοσίευσε πλήθος ιστορικών μελετών, χειρόγραφους κώδικες ανέκδοτους έως τότε, καθώς και πατριαρχικά σιγίλλια και εκκλησιαστικά έγγραφα. Το 1897 διορίστηκε Μέγας Χαρτοφύλαξ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, έχοντας την ευκαιρία να αναδιφήσει το Πατριαρχικό αρχείο και να δημοσιεύσει πολύτιμο αρχειακό, ιστορικό και φιλολογικό υλικό. Το 1901 δέχθηκε και το οφίκιο του Χρονογράφου του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το 1920 του Υπομνηματογράφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Το 1929 εξελέγη πρόσεδρο μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον τομέα της Βυζαντινής Ιστορίας. Επίσης ήταν μέλος της Ρουμανικής Ακαδημίας. Ο Μανουήλ Γεδεών ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την περίοδο του Μεσαίωνα, είναι δε χαρακτηριστικό ότι προτιμούσε να αποκαλείται μεσαιωνολόγος. Η συγγραφική του δραστηριότητα τον ανέδειξαν ως έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες ιστοριοδίφες. Χαρακτηρίστηκε δικαίως από ορισμένους ως ο "τελευταίος γνήσιος Φαναριώτης". (Πηγή: Wikipedia, ημερομηνία 8.4.2013)