Στέρης Γεράσιμος 1898-1987
Ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της λεγόμενης γενιάς του 1930 ο Γεράσιμος Στέρης (Σταματελάτος, Διγαλέτο Κεφαλονιάς, 1898 - Νέα Υόρκη, 1987) ήταν μια πολυσχιδής προσωπικότητα, τυλιγμένη στο μυστήριο, που έζησε τη ζωή του ως πολίτης του κόσμου ανάμεσα σε Αίγυπτο, Ιταλία, Ελλάδα, Γαλλία, Αμερική. Γεννήθηκε το 1898 μέσα σε μια πολύ φτωχή οικογένεια στο χωριό Διγαλέτο της Κεφαλονιάς από τον Τζανέτο και τη Διονυσία Σταματελάτου. Μικρότερος από τα τρία αδέλφια, ο Γεράσιμος ζει τα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια όπου με την υποστήριξη του μεγάλου του αδελφού Διονύση αλλά και συγγενών παρακολουθεί το Θεοδωρακοπούλειο Λύκειο και το 1915 εγγράφεται και φοιτά στην τρίτη τάξη του τμήματος ζωγραφικής του Σχολείου Καλών Τεχνών στην Αθήνα με δασκάλους τους Γερανιώτη, Βικάτο, Ιακωβίδη. Τα περίεργα φοιτητικά του χρόνια στην Αθήνα, κατά τα οποία ζούσε μοναχικά με μόνη συντροφιά λίγους στενούς φίλους μεταξύ των οποίων ο Τζούλιο Καΐμη και ο Πικιώνης, διακόπτονται από τον στρατό και αργότερα από τα ταξίδια του στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Γερμανία, την Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία. Το Παρίσι τον κερδίζει και εκεί σπουδάζει στην Ακαδημία Julian μεταξύ άλλων, ενώ συγχρόνως, ως το 1926 που παραμένει, συναναστρέφεται καλλιτέχνες όπως οι Πικάσο, Ντεραίν, Λεζέ, Μπρακ και γνωρίζει τα καλλιτεχνικά κινήματα της εποχής. Το 1926 επιστρέφει στην Αθήνα για να λάβει το πτυχίο του, όπου κατορθώνει να εξασφαλίσει και τριετή υποτροφία από το κληροδότημα Βόλτου για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι. Από το 1927 και ως το 1931, χρονιά που θα αφήσει το Παρίσι οριστικά για την Ελλάδα, σπουδάζει στη Σορβόννη στην Ecole des Beaux Art και συνεργάζεται με τον καθηγητή του Beaudouin στη διακόσμηση δημόσιων κτιρίων. Το 1931 θα γίνει χρονιά σταθμός στην καλλιτεχνική του πορεία αλλά και στα εικαστικά πράγματα της χώρας του, καθώς η επιστροφή του στην Ελλάδα, ύστερα από την παρακίνηση φίλων του, θα τον οδηγήσει να εκθέσει τα έργα του στο ξενοδοχείο Pallais de Versailles. Η έκθεσή του θα τύχει μεγάλης προσέλευσης φιλότεχνων, παρόλα αυτά θα είναι μια εμπορική αποτυχία. Αυτή θα είναι η αφορμή για τη δριμεία κριτική του τότε διευθυντή της Εθνικής Πινακοθήκης και κριτικό του "Ελεύθερου Βήματος", Ζαχαρία Παπαντωνίου που ανατάραξε τα νερά της ελληνικής διανόησης της εποχής, αλλά γέμισε τον Στέρη απογοήτευση και κατά μερικούς καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του. Αποδεικτικό της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο συντηρητικό κομμάτι της διανόησης (που εκφράστηκε από τον Ζ. Παπαντωνίου) και τους υποστηρικτές του Στέρη είναι τα "18 κριτικά άρθρα", κείμενα συμπαράστασης στον πρωτοποριακό χαρακτήρα των έργων του που γράφτηκαν από επιφανείς Έλληνες διανοούμενους όπως οι Φ. Πολίτης, Δ. Πικιώνης, Τ. Παπατσώνης, Σ. Δούκας κα. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1936 που φεύγει οριστικά από την Ελλάδα για την Αμερική, δεν σταματά με κάθε ευκαιρία να ταξιδεύει εντός και εκτός Ελλάδας ενώ ασχολείται με λίγες εκθέσεις χωρίς ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία και αναλαμβάνει εργασίες στη σκηνογραφία και τις αναστηλώσεις. Το 1936 φεύγει για την Αμερική και συγκεκριμένα τη Νέα Υόρκη και κατόπιν το Χόλυγουντ όπου θα δουλέψει συστηματικά για την 20th Century Fox φτιάχνοντας γιγαντοαφίσες και σκηνικά ταινιών. Τρία χρόνια αργότερα, το 1939, του ανατίθεται κατόπιν διαγωνισμού, η διακόσμηση του ελληνικού Περιπτέρου στην Παγκόσμια Έκθεση της Ν. Υόρκης με θέμα των τεσσάρων τοιχογραφιών του την ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού, για την οποία θα συνεργαστεί με τους Έλληνες αρχιτέκτονες Δημήτρη και Αλεξάνδρα Μωρέτη. Από το 1939 έως το 1945 δεν έχουμε πληροφορίες για τις δραστηριότητές του στην Αμερική ενώ τα επόμενα χρόνια συνεχίζει να δουλεύει για τη Fox και ασχολείται με τη σκηνογραφία για την παράσταση "Φοίνισσες" του Ευριπίδη. Η ζωή του στην Αμερική μοιάζει περισσότερο βιοποριστική παρά καλλιτεχνική και παρά τη δραστηριοποίησή του ζει μέσα στις οικονομικές δυσκολίες. Το 1949 αλλάζει το όνομά του με την πολιτογράφησή του ως Αμερικανού πολίτη σε Guelfo Ammon d' Este, πιστός πάντα στον προσωπικό του μύθο. Οι επόμενες δραστηριότητές του κινούνται ανάμεσα στο να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής, και να εικονογραφεί καθεδρικούς ναούς. Η ενασχόλησή του με τις δημοπρασίες παλαιών βιβλίων, χαρακτικών, πινάκων Γάλλων ζωγράφων θα γίνει από το 1965 ως το τέλος της ζωής του ένα μέσο βιοπορισμού που θα του εξασφαλίσει μια καλύτερη οικονομική κατάσταση. Εκτός από γνώστης του εμπορίου της τέχνης θα αποδειχθεί και θεωρητικός της αφού το ενδιαφέρον του θα στραφεί στη συγγραφή θεωρητικών κειμένων, κριτικής κλπ. Από το 1969 μια σειρά εκθέσεών του γίνονται στην Ελλάδα που αναζωπυρώνουν το ενδιαφέρον του ελληνικού φιλότεχνου κοινού για τον ζωγράφο Στέρη. Ο ίδιος το 1980 σε μια ύστατη προσπάθεια να ξαναπιάσει τον μίτο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, να βρει ένα μέρος του παλιού εμπνευσμένου καλλιτεχνικά εαυτού του, αποφασίζει να επιστρέψει στη Νίκαια της Γαλλίας. Εκεί και με ταξίδια στο Παρίσι προσπαθεί να επανακτήσει τις παλιές του επαφές με τον καλλιτεχνικό χώρο. Την εποχή αυτή διοργανώνεται η ατομική του έκθεση με έργα από τη συλλογή Κουτουλάκη στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, έκθεση που μεταφέρεται στην Αθήνα στην Εθνική Πινακοθήκη αμέσως μετά. Όμως η υγεία του έχει αρχίσει ήδη να τον προδίδει, τα σχέδιά του για ένα τελευταίο καλλιτεχνικό σκίρτημα αποδεικνύονται ανέφικτα και σε ηλικία 89 πλέον ετών πεθαίνει το 1987 στη Νέα Υόρκη ύστερα από τρίμηνη παραμονή του στο νοσοκομείο. Τα επόμενα χρόνια έργα του ζωγράφου Στέρη θα εκτεθούν επανειλημμένα στην Ελλάδα, μελέτες θα γραφούν για το έργο του επιστρέφοντάς του ένα μέρος της καθυστερημένης του αναγνώρισης.