Ο Λάβκραφτ (Lovecraft Howard Phillips) γεννήθηκε σαν σήμερα 20 Αυγούστου του 1890 στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ και ήταν μοναχοπαίδι. Όταν ήταν τριών ετών, ο πατέρας του υπέστη οξύ ψυχωτικό επεισόδιο. Διαγνώστηκε ότι υπέφερε από παραλυτική παράνοια και παρέμεινε νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο Μπάτλερ μέχρι το τέλος της ζωής του, το 1893. Την ίδια τύχη με τον πατέρα του, είχε και η μητέρα του, όταν ο Χάουαρντ ήταν 29 ετών.
Ο Λάβκραφτ ήταν παιδί θαύμα. Μπορούσε να απαγγέλλει ποίηση σε ηλικία δύο ετών, ενώ συνέθετε ολόκληρα ποιήματα στα έξι του. Ο παππούς του τον ενθάρρυνε να διαβάζει κλασσική λογοτεχνία, ενώ του διήγειρε το ενδιαφέρον για το παράξενο λέγοντάς του ιστορίες γοτθικού τρόμου.
Ο Λάβκραφτ ήταν φιλάσθενο παιδί και, σύμφωνα με έναν βιογράφο του, οι απόπειρές του να πάει στο σχολείο δεν ήταν πετυχημένες αν και έλαβε παιδεία κατ' οίκον. Το 1899 άρχισε να εκδίδει μόνος του διάφορα πολυγραφημένα έντυπα, με πρώτο το The Scientific Gazette.
Η οικογένεια δεν άργησε να φτάσει στην εξαθλίωση λόγω κακής διαχείρισης των χρημάτων και των περιουσιακών του στοιχείων και αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε ένα πολύ μικρότερο και λιγότερο άνετο σπίτι. Ο Λάβκραφτ έπαθε κατάθλιψη και για ένα διάστημα είχε τάσεις αυτοκτονίας. Το 1908, υπέστη νευρικό κλονισμό, με αποτέλεσμα να μην κατορθώσει να πάρει το σχολικό απολυτήριο. Αυτή η αποτυχία του να ολοκληρώσει τις σπουδές του και να εισαχθεί στο Brown University τον στοίχειωσε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ο Λάβκραφτ έγραφε φανταστική λογοτεχνία ως νεαρός, αλλά μετά την παραμέρισε για χάρη της ποίησης και των δοκιμίων. Τελικά, επέστρεψε στην φανταστική λογοτεχνία το 1917 με πιο καλογραμμένα διηγήματα όπως "Ο Τάφος και ο Δαγών". Το τελευταίο ήταν το πρώτο του έργο που δημοσιεύτηκε, όταν εμφανίστηκε στο Weird Tales το 1923. Οι μακροσκελείς και συχνές του επιστολές τον κατέστησαν έναν από τους μεγαλύτερους επιστολογράφους του 20ου αιώνα. Μεταξύ των αλληλογράφων του ήταν και οι τότε νεαροί Φόρεστ Τζ. Άκερμαν, Ρόμπερτ Μπλοχ (Ψυχώ) και Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ (Κόναν ο Βάρβαρος).
Ο Λάβκραφτ γνώρισε τη γυναίκα του σε ένα συνέδριο ερασιτεχνών δημοσιογράφων που έλαβε μέρος. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, έναν τόπο που ποτέ δεν μπόρεσε να ανεχθεί. Τελικά χώρισαν και επέστρεψε στο Πρόβιντενς, όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του.
Η περίοδος μετά την επιστροφή του στο Πρόβιντενς (που ήταν και η τελευταία δεκαετία της ζωής του) ήταν η πιο δημιουργική του περίοδος. Κατά αυτή την περίοδο ο Λάβκραφτ έγραψε τα περισσότερα από τα πιο γνωστά του διηγήματα για τις δημοφιλέστερες εκδόσεις pulp εκείνης της εποχής, όπως επίσης και τα μυθιστορήματα "Η Περίπτωση του Τσαρλς Ντέξτερ Ουόρντ" (The case of Charles Dexter Ward) και "Στα Βουνά της Τρέλας" (At the Mountains of Madness). Συχνά εργαζόταν ως διορθωτής έργων άλλων συγγραφέων ενώ άλλοτε συνέγραφε για χάρη άλλων.
Η έμπνευση του μεγαλύτερου μέρος του έργου του Λάβκραφτ προήλθε από τους εφιάλτες του. Ίσως αυτή η άμεση ενόραση στο υποσυνείδητό του και ο αντίστοιχος συμβολισμός είναι τα στοιχεία στα οποία το έργο του Λάβκραφτ οφείλει την συνεχιζόμενη απήχηση και επιτυχία του. Οι προσανατολισμοί του Λάβκραφτ τον οδήγησαν στο να αναπτύξει μεγάλη εκτίμηση για τα έργα του Έντγκαρ Άλαν Πόε, τα οποία επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τις πρώτες του ιστορίες με θέμα το μακάβριο, όσο και το συγγραφικό του ύφος. Όταν ο Λάβκραφτ ανακάλυψε τα διηγήματα του Λόρδου Ντάνσανι άρχισε να μετατοπίζει τις συγγραφές του προς νέες κατευθύνσεις, με αποτέλεσμα μία σειρά παρόμοιων φαντασιακών ιστοριών που διαδραματίζονταν στις "Ονειροχώρες". Τελικά, η επιρροή του Άρθουρ Μάχεν, του οποίου τα άριστα δομημένα διηγήματα σχετίζονταν με την επιβίωση του αρχέγονου Κακού, και του οποίου οι μυστικιστικές του αντιλήψεις περί μυστικών πίσω από την πραγματικότητα, τελικά άρχισαν να ωθούν τον Λάβκραφτ προς το να βρει την δική του έκφραση από τα 1923 και μετά. Αυτή η έκφραση άρχισε να παίρνει μελανά χρώματα με την δημιουργία αυτού που τώρα ονομάζεται Μυθολογία Κθούλου. Ένα πάνθεον, δηλαδή, από εξωγήινες, εξωδιαστατικές θεότητες και φρικιαστικά όντα που αποζητούν να κάνουν την ανθρωπότητα θήραμά τους και η ύπαρξη των οποίων υπονοείται σε πανάρχαιους μύθους και θρύλους. Τον όρο Μυθολογία Κθούλου τον επινόησε ο Ώγκαστ Ντέρλεθ μετά τον θάνατο του Λάβκραφτ.
Ο Λάβκραφτ δημιούργησε μέσα από τα διηγήματά του τον πιο σημαίνοντα μηχανισμό πλοκής της λογοτεχνίας τρόμου: το Νεκρονομικόν, ένα μυστικό βιβλίο μαγείας που συνεγράφη από τον παράφρονα Άραβα Αμπντούλ Αλχαζρέντ.
Ο Λάβκραφτ ήταν φανατικός επιστολογράφος. Ορισμένες φορές έγραφε στις επιστολές του ημερομηνίες προ 200 ετών, ώστε να χρονολογούνται πριν από την Αμερικανική Επανάσταση, η οποία ήταν αντίθετη στην αγγλοφιλία του. Έλεγε ότι ο 18ος και 20ός αιώνας ήταν οι καλύτεροι: ο 18ος ήταν μία περίοδος γεμάτη χάρη και ευγένεια, ενώ ο 20ός ήταν ο αιώνας της επιστήμης. Κατά την γνώμη του, ο 19ος αιώνας και πιο συγκεκριμένα η Βικτοριανή εποχή, ήταν ένα "λάθος".