[...] Τραβιόταν η Δ. στη γωνία/
-τα πόδια της ως τον μηρό στην πίσσα-/
γονάτιζε και σήκωνε τα μαλλιά/
και τίναζε τ' άστρα απ' τον αυχένα./
Σαν να 'νιωθα τι είχε συμβεί·/
ξερίζωνα τ' άσπρα κυκλάμινα/
που είχαν προλάβει να φανούν/
κάτω απ' τη γλώσσα μου. [...] (από τη σελ. 13 του βιβλίου)