Άτακτα και ανέστια

Άτακτα και ανέστια

Ποίηση

..."Στον ύπνο μου κατεβαίνουν οι πλημμύρες σου", της είπε "αιωρούνται κλουβιά με πόρτες ξεκλειδωμένες, τα πουλιά φύγανε κι έμεινα μόνος. Πώς να πάρω τη θέση τους, πώς να φορέσω τις χειροπέδες και να χωρέσω στο μαύρο σκοτάδι, εγώ συνήθισα να βλέπω ξέσκεπο ουρανό και άστρα χαμηλωμένα... ...Τ' αδέρφια μου είναι. Κατεβαίνουν κρυφά τα Σαββατόβραδα, ξεκλειδώνουν το παλιό σχολείο και παίρνουν απ' τα παλιά θρανία τις σάκες και τα κοντύλια. Θέλουν να ξαναγράψουν τη δική τους προπαίδεια, γιατί οι αριθμοί που έμαθαν, δεν μεγαλώσανε, αλλά μικρύνανε τον ταπεινό τους κόσμο... ...Σήκωσε γιομάτο το ποτήρι του και το κατέβασε με τα παλιά του βάσανα, μέχρι τον άσπρο πάτο. Μες απ' το στριφτό τσιγάρο, του ψιθύρισε "Σπάστο, ρε Τάσο, το κλαρίνο σου!" Τρία κομμάτια το 'κανε εκείνος κι άδειασε μέσα την ψυχή του. Δεν ήταν καημός που έπαιζε αυτός, ήτανε η ψυχούλα του που μοιρολογούσε για το κακό που ερχόταν...

Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη

Σχετικά Βιβλία

243.186 Βιβλία
122.585 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου