1619

1619

Κόντευαν μεσάνυχτα. Τα βλέφαρά του έπεφταν βαριά απ' την αϋπνία. Βρισκόταν κάπου μεταξύ ξύπνου και ύπνου, όταν το μακρόσυρτο ουρλιαχτό ακούστηκε πάλι κι ο αντίλαλος απ' τις απότομες πλαγιές της χαράδρας το πολλαπλασίασε ανατριχιαστικά. Ταυτόχρονα σχεδόν μια αστραπή έσχισε τη νύχτα βορειότερα. Χοντρές σταγόνες έστησαν χορό γύρω. Μισοξύπνησε προσπαθώντας ν' αντιληφθεί αν το άκουσε πραγματικά. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το φριχτό ουρλιαχτό ξανακούστηκε. Αναρίγησε και πετάχτηκε πάνω έντρομος. Τα ουρλιαχτά πολλαπλασιάζονταν και ζύγωναν απειλητικά. Άδραξε το ξύλο και το 'σφιξε στ' αδύναμα και καταϊδρωμένα χέρια. Για αρκετή ώρα δεν άκουγε, παρά τον άτσαλο χτύπο της καρδιάς στο στήθος του. Κουλουριάστηκε πάλι με τ' αφτιά τεντωμένα. Απλώθηκε μια αφύσικη ηρεμία, που τον τσάκιζε. Το κοντινό θρόισμα κόντεψε να τον αφήσει στον τόπο.

Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη
243.185 Βιβλία
122.584 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου