Ψηλός στα άχυρα
Ποίηση
Ψηλός -ή -ό(ν) δημ. αναφέρεται συνήθως σε άτομα που διαθέτουν ανάστημα ή ύψος μεγαλύτερον του μετρίου. Απαντάται και ως αψηλός. Λέξη ιδιαίτερα προσφιλής και πολυχρησιμοποιημένη -κυριολεκτικά και μεταφορικά- τόσο στη δημώδη ποίησή μας, όσο και στη λογία (βλ. κ. υψηλός). Μία πρόχειρη και εξ αβρών ονύχων σταχυολόγηση είναι ικανή να μας αποδώσει στίχους θαυμασίους, όπως: απ' όντε δεν εσμίξαμε, ψηλέ, λιγνέ μου κρίνε (δ. τραγ.), θυμούνται τα ματάκια μου έναν ψηλόν έμορφον άνδρα (Παπαν. Διηγ. 159), κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, τόπους άμετρα υψηλούς (Σολωμ. Εθν. Ύμν. 100,2), όταν Θεού μοίρα πέμπτη ανεκάς όλβον υψηλόν (Πίνδ.). Στα: το αποτέλεσμα της αγαστής συνεργασίας ανάμεσα στην πρόθεση σε και στο ονομαστικό άρθρο το (τα). Δηλώνει κίνηση προς το εσωτερικό, κατεύθυνση, τμήμα κινήσεως ή τη θέση στην οποία ευρίσκεται ή γίνεται κάτι τι, καθώς κ.ά. Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους ανθρώπους των γραμμάτων, ιδίως δε από τον Λευτέρη Νίκα-Αρογιάν, στον οποίο ανήκει και ο πασίγνωστος στίχος στο καλό, γιε μου, στο καλό ("Της Λενιώς το χαμοδράκι" - Αθήνα 1966). Άχυρο(ν) (το) κ. νεωτ. δημ. λέγεται ακόμα και άχιουρο ή άχερο συνών. σανό (το), σανός (ο), οι μεν σανό ορέγονταν, οι δε τα αχιουράκια κι ο κακο-Δήμος ο καλός τα 'τρωγε και τα δύο (δ. τραγ.). Εάν εξαιρέσουμε τον στίχο καύκαλα μ' άχερα γεμάτα, αλίμονο! από το ποίημα του Θ.Σ. Έλιοτ "Οι κούφιοι άνθρωποι" (μτφρ. Γ. Σεφέρη), όπως επίσης και το γνωστότατον εύκολα και τα κάρβουνα κι η σπίθα αναλαμπάνει τ' άχερα τα λινόξυλα (Ερωτόκρ. Α 282), η ποίηση κατά τα άλλα απαξίωσε με έμφαση την αρχέγονη και βιωφελή αυτή ζωοθροφή.
- ISBN978-960-03-2884-4
- Ημ/νια Έκδοσης2000
- Σελίδες101
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Κατηγορίες Βιβλίου
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας
- Εκδότης