ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ Τρία εκατόφυλλα στο τραπέζι που δυνατά τα φώτιζε ο ήλιος του μεσημεριού κι αγέρας έφερνε θυμάρι κι αλμύρα της βαθιάς θάλασσας. Μ' αυτά ο πόθος της κρυφής ώρας κι η στιγμή ζωγράφισαν την υγρή λάμψη των σωμάτων.