Βύζαινα σκοτεινό ουρανό
Αχόρταγα μες στο όνειρο
Κι όπως γύριζα πλευρό
Άστρψε φως κάπου μακριά
Κι απλώθη νύχτα έναστρη
Η νύχτα του Βικέντιου.
Όλγιος συνέχιζα να βυζαίνω
Από τις ρώγες
Που αστέρια
Είχε βάλει ο ζωγράφος
Ξινό μού φάνηκε
Κι αποτραβήχτηκα
Γέμισε ο πίνακας
Με μαύρο γάλα.