Άπαντα τα ποιήματα

Άπαντα τα ποιήματα

Στις αρχές του 1973, λίγο προτού πεθάνει, η διάσημη Αυστριακή ποιήτρια και συγγραφέας Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν επισκέφτηκε το Άουσβιτς και το Μπίρκεναου κατά τη διάρκεια μιας αναγνωστικής περιοδείας στην Πολωνία. "Δεν καταλαβαίνω πώς μπορεί κάποιος να ζει μ’ αυτά δίπλα του" είπε, "δεν υπάρχει κάτι να πεις. Βρίσκονται απλά εκεί, και σε αφήνουν άφωνο". Σε όλη της την καριέρα, η Μπάχμαν πάλευε με την ανεπάρκεια της γλώσσας, κυνηγώντας εκείνο που δεν μπορούσε να εκφραστεί. "Εάν είχαμε τη λέξη", δήλωσε το 1959 σε μια ομιλία, "εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα". Πίστευε ότι η ποιητική γλώσσα είχε τη δυνατότητα να επεκτείνει τα σύνορα της επικοινωνίας, παρ’ ότι η ίδια είχε χάσει πια την πίστη της στην ποίηση ως μέσο. "Πίστεψέ με", λέει ο συγγραφέας-αφηγητής στο κλασικό πλέον και πολυλατρεμένο μυθιστόρημά της Ο Ιβάν, ο Μαλίνα και εγώ του 1971, "η έκφραση είναι παραφροσύνη, πηγάζει από την παραφροσύνη μας".Για πρώτη φορά στα ελληνικά κυκλοφορεί το σύνολο του ποιητικού έργου της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν.

Συνολικές κριτικές 1
  • Αποσύρετε, παρακαλώ!

    Είναι αλήθεια ότι έλειπε μια συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της εξαιρετικής Αυστριακής ποιήτριας και συγγραφέως Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν (1926-1973) στα ελληνικά, όπως είναι αλήθεια ότι δυστυχώς θα συνεχίσει να λείπει, γιατί ο τόμος που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν σερβίρει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό μια παρανοημένη, παραμορφωμένη και εντέλει κακοποιημένη Μπάχμαν. Ως εκ τούτου το καλύτερο θα ήταν να αποσυρθεί από την αγορά όσο το δυνατόν συντομότερα.

    Τα προβλήματα αρχίζουν από την Εισαγωγή, για την οποία έχει επιλεγεί ένα κείμενο της Βρετανίδας Έμμα Γκάρμαν, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2019 στο the Paris Review. Αν και το συγκεκριμένο κείμενο δεν είναι το καταλληλότερο για εισαγωγή στην ελληνική έκδοση απάντων των ποιημάτων της Μπάχμαν, το γεγονός αυτό θα μπορούσε να παραβλεφθεί, αν δεν άφηνε να φανεί ήδη από την εισαγωγή, την οποία μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας από τα αγγλικά φυσικά, μια προχειρότητα που συνοδεύει την όλη έκδοση και μια γενικότερη άγνοια του έργου της Μπάχμαν από όλους όσοι εμπλέκονται σε αυτό το εκδοτικό φιάσκο.

    Έτσι, μαθαίνουμε από την Εισαγωγή ότι η συγγραφέας γνώρισε τον Χέντσε «μέσω της κολλεκτίβας αριστερών συγγραφέων Group 47» (αντί Gruppe 47, Γκρούπα 47, Ομάδα 47 ή έστω Ομάδα του ’47, όπως εμφανίζεται στο χρονολόγιο στο τέλος του βιβλίου, το οποίο μάλλον μεταφράστηκε από την Χ. Π. Γραμματικοπούλου), ότι επίσης έχει γράψει το λιμπρέτο της όπερας Ο πρίγκιπας του Αμβούργου (αντί του Χόμπουργκ, ο τίτλος εμφανίζεται σωστός στο χρονολόγιο), και το μυθιστόρημα Ο Ιβάν, ο Μάλινα και εγώ (ο Μάλινα, αφού επαναληφθεί σχεδόν δέκα φορές στην εισαγωγή και άλλη μία φορά στο χρονολόγιο, θα γίνει σωστά Μαλίνα στο οπισθόφυλλο της έκδοσης πια, που προφανώς γράφτηκε και διορθώθηκε αργότερα).

    Αυτό που δεν διορθώθηκε ούτε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι μια φράση της Μπάχμαν από μια ομιλία της, που παρατίθεται στην αρχή της Εισαγωγής: «Εάν είχαμε τη λέξη, […] εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Είναι, πιστεύω, ηλίου φαεινότερο ότι η Μπάχμαν δεν εννοεί «τη λέξη» όταν λέει «das Wort» και ίσως και η Έμμα Γκάρμαν, όταν μετέφραζε τα λόγια της Μπάχμαν στα αγγλικά, να μην εννοούσε «τη λέξη» όταν έγραφε «the word». Όταν η Μπάχμαν λέει «das Wort» εννοεί «τον λόγο» από τη φράση της Αγίας Γραφής «Εν αρχή ην ο λόγος», η οποία στα γερμανικά είναι «Am Anfang war das Wort» και για τον γνώστη των γερμανικών γραμμάτων η φράση αυτή είναι περισσότερο γνωστή από τον Φάουστ του Γκαίτε. Πέραν τούτου η συγκεκριμένη φράση της Μπάχμαν ενδέχεται να παρερμηνευθεί λόγω της ιδιαίτερης αλλά τυπικότατης γερμανικής σύνταξης και μάλιστα ενδέχεται να παρερμηνευθεί και από Γερμανούς αναγνώστες, αν διαβαστεί επιπόλαια. Στο πρωτότυπο έχει ως εξής: «Hätten wir das Wort, hätten wir die Sprache, wir bräuchten die Waffen nicht». Επιπόλαιη ήταν η ανάγνωση της Γκάρμαν, η οποία μετέφρασε: «If we had the word, […] if we had language, we would not need the weapons». Το γελοίο του πράγματος είναι ότι ακόμα και ο αυτόματος μεταφραστής του Google μεταφράζει σωστά στα αγγλικά αυτή τη φράση της Μπάχμαν και αυτό κατά τη γνώμη μου συμβαίνει, γιατί η σύνταξη σε αυτή τη φράση είναι μια τυπικά γερμανική σύνταξη, που δεν επιδέχεται παρερμηνεία, αν διαβαστεί προσεκτικά ή τέλος πάντων όπως αρμόζει να διαβάζονται τα λόγια μιας ποιήτριας του μεγέθους της Μπάχμαν και όχι όπως έχει συνηθίσει να διαβάζει κανείς τους προχειρογραμμένους στίχους κατά φαντασίαν και ατάλαντων ποιητών και ποιητριών που πληρώνουν για την έκδοση των ποιημάτων τους εκδοτικούς οίκους που έχουν στήσει ωραίες και επικερδείς φάμπρικες. Το αποτέλεσμα, λοιπόν, του αυτόματου μεταφραστή στα αγγλικά είναι: «Ιf we had the word, we would have the language, we would not need the weapons», ενώ στα ελληνικά: «Εάν είχαμε τη λέξη, θα είχαμε τη γλώσσα, δεν θα χρειαζόμασταν τα όπλα». Ναι, η τεχνητή νοημοσύνη δεν μπορεί να είναι εκατό τοις εκατό αποτελεσματική, όσον αφορά τη διττή σημασία κάποιων λέξεων, αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση μεταφράζει σωστά, διότι έτσι είναι προγραμματισμένη, τη φράση «Am Anfang war das Wort». Μάλλον κανείς δεν μπήκε στον κόπο να αναζητήσει τη φράση της Μπάχμαν στο πρωτότυπο και φαίνεται ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτή την έκδοση μπορούν να ισχυριστούν ότι κατάλαβαν κάτι από την πρόταση «Εάν είχαμε τη λέξη, […] εάν είχαμε τη γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη όπλα». Να σημειωθεί εδώ ότι ακόμα και στη λανθασμένη αγγλική μετάφραση της Γκάρμαν ο αγγλόφωνος αναγνώστης διαβάζει «Εάν είχαμε τον λόγο, […] εάν είχαμε γλώσσα, δεν θα είχαμε ανάγκη τα όπλα», πρόταση που μπορεί να πει κανείς ότι έχει ασφαλώς ένα νόημα.

    Βέβαια και για τον τίτλο μιας ολόκληρης ποιητικής συλλογής που περιλαμβάνεται στην έκδοση φαίνεται ότι η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά, αφού ο γερμανικός πρωτότυπος τίτλος της συλλογής και του ομώνυμου ποιήματος Die gestundete Zeit μεταφράστηκε Ο δανεισμένος χρόνος από τον αγγλικό μεταφρασμένο τίτλο Borrowed Time, που αναφέρεται στο πρωτότυπο κείμενο της Γκάρμαν, και όχι Ο παρατεταμένος χρόνος όπως θα έπρεπε από τα γερμανικά.Και ας περάσουμε στη μετάφραση απάντων των ποιημάτων από την ποιήτρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, αρχίζοντας από το ποίημα «Ο ΔΑΝΕΙΣΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ», το οποίο αρχίζει ως εξής:

    «Έρχονται πιο σκληρές μέρες. / Ο με ανάκληση δανεισμένος χρόνος / διαφαίνεται στον ορίζοντα. / Σύντομα θα πρέπει να δέσεις το παπούτσι / και να κυνηγήσεις πίσω τα σκυλιά στις αυλές τις [sic] στρατιωτικής πορείας» (σελ. 61).

    Δεν μπορώ να φανταστώ τι καταλαβαίνει κανείς από τον στίχο «Ο με ανάκληση δανεισμένος χρόνος». Ο συγκεκριμένος στίχος στα γερμανικά είναι: «Die auf Widerruf gestundete Zeit», δηλαδή «Ο παρατεταμένος μέχρι ανακλήσεως χρόνος». Επίσης δεν ξέρω αν λέει κανείς στα ελληνικά «δένω το παπούτσι (μου)», στα γερμανικά πάντως λέγεται «den Schuh schnüren» όπως λέμε «δένω τα κορδόνια (του παπουτσιού) μου». Όσο για τις «αυλές τις στρατιωτικής πορείας», το εκ παραδρομής τυπογραφικό λάθος που διέφυγε και της επιμελήτριας-διορθώτριας είναι το λιγότερο. «Marschhöfe» γράφει η Μπάχμαν και δεν χρειάζεται παρά κοινός νους, για να καταλάβει κανείς ότι το πρώτο συνθετικό της λέξης δεν μπορεί να είναι το αρσενικό ουσιαστικό «der Marsch» αλλά το θηλυκό ουσιαστικό «die Marsch» («βαλτότοπος») και το δεύτερο συνθετικό «Hof» μάλλον δεν είναι «η αυλή» αλλά «το αγρόκτημα».

    Ένα άλλο ποίημα με τον τίτλο «Entfremdung», δηλαδή «Αποξένωση», έχει μεταφραστεί «ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ» (σελ. 34), σαν να είχε δηλαδή τον τίτλο «Selbstentfremdung», χωρίς προφανώς να προκαλέσει καμία απορία σε κανέναν η ασυμφωνία με το περιεχόμενό του, στο οποίο διαβάζουμε μεταξύ άλλων:

    «Χορταίνω πριν τον χρόνο / κι έχω μια πείνα να τον γευτώ», που στο πρωτότυπο είναι: «Ich bin satt vor der Zeit / und hungre nach ihr», που θα μπορούσε να μεταφραστεί κάπως έτσι: «Έχω μπουχτίσει τον χρόνο / και τον ζητάω πεινασμένη».

    Για να κλείσει τελικά το ποίημα με τον φλύαρο, για ακατανόητους λόγους, στίχο:

    «Αδυνατώ πια να δω μονοπάτι, όταν βλέπω μονοπάτι (μπροστά μου)». Ενώ ο λιτός στίχος της Μπάχμαν είναι: «Ich kann in keinem Weg mehr einen Weg sehen», κατά λέξη «Δεν μπορώ σε κανέναν δρόμο πια δρόμο να βλέπω» και θα έπρεπε να μεταφραστεί: «Σε κανέναν δρόμο πια δρόμο δεν βλέπω». Η δε παρένθεση, που εμφανίζεται και σε έναν άλλο στίχο του ποιήματος αυτού, «Ούτε καν (σε) χορταίνουν», μοιάζει να έχει ξεχαστεί από τη μεταφράστρια και κατά πάσα πιθανότητα δήλωνε μια εναλλακτική πρόταση κατά τη μεταφραστική της εργασία, να χρησιμοποιήσει ή να μη χρησιμοποιήσει τελικά αυτά που έγραψε εντός παρενθέσεως.

    Η αλήθεια είναι ότι όποιο ποίημα και να διαβάσει κανείς, θα βρει παρανοήσεις, λάθη, αστοχίες ή κακές μεταφραστικές επιλογές, γιατί η μεταφράστρια αφενός αποδεικνύεται ότι δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με το έργο της Μπάχμαν (η μετάφραση μάλιστα πρέπει να έγινε σε χρόνο ρεκόρ) και αφετέρου φαίνεται ότι δεν έχει ιδιαίτερη άνεση στην κατανόηση της γερμανικής γλώσσας εν γένει, πόσο μάλλον της ποίησης, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για λέξεις που είτε δεν χρησιμοποιούνται συχνά είτε έχουν περισσότερες από μία σημασία.
    Έτσι διαβάζουμε για παράδειγμα τον στίχο: «ένα εύκολο σπίτι από τραπουλόχαρτα» (σελ. 156), ο οποίος στο πρωτότυπο είναι: «ein leichtes Kartenhaus», γιατί το επίθετο «leicht» εκτός από «ελαφρύς» σημαίνει και «εύκολος». Επιπλέον, στο ίδιο ποίημα θα μεταφραστεί πάλι ως «τραπουλόχαρτο» [και όχι ως «χαρτί»] το «Blatt» του πρωτοτύπου στον στίχο: «Μείνε, για να τραβήξεις το τραπουλόχαρτο».
    Θα σταθώ λίγο στα δύο παραπάνω λάθη, για να πω ότι πέρα από τη μεταφράστρια που έκανε αυτά τα λάθη, ευθύνεται και η Μαρίλια Λυκάκη, επιμελήτρια-διορθώτρια της έκδοσης, γιατί και είναι πολύ απλό να φανταστεί κανείς ότι «ένα σπίτι από τραπουλόχαρτα» δεν μπορεί να είναι «εύκολο» αλλά και να επισημάνει ότι στα ελληνικά δεν συνηθίζουμε να λέμε «τράβηξε ένα τραπουλόχαρτο», επισήμανση που ενδεχομένως να έσωζε τρόπον τινά τη μεταφράστρια από την αστοχία της επανάληψης. Παρ’ όλ’ αυτά μια απλή επιμέλεια-διόρθωση της συγκεκριμένης μετάφρασης, δηλαδή μια επιμέλεια των ελληνικών και μια τυπογραφική διόρθωση, δεν θα έσωζε αυτή την έκδοση.

    Απόδειξη το ποίημα «ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΗΛΙΟ» (σελ. 158-159), το οποίο αποτελεί πραγματικά παράδειγμα χείριστης μετάφρασης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί άκρως ευεργετικά σε μαθήματα μετάφρασης, αφού συγκεντρώνει όλα όσα δεν πρέπει να κάνει ένας μεταφραστής. Ο τίτλος κατ’ αρχάς «An die Sonne», που δεν μπορεί παρά να θυμίζει το «An die Freude» του Φρίντριχ Σίλλερ θα έπρεπε να μεταφραστεί «Στον ήλιο» (ή ακόμα και «Ωδή στον ήλιο»). Πέραν τούτου, η μεταφράστρια σε αυτό το ποίημα, είτε από επιπόλαιη ή βιαστική ανάγνωση είτε από κακή μεταφραστική επιλογή, βάζει σε κάποιες στροφές του αυθαίρετα το ποιητικό εγώ να απευθύνεται στον ήλιο στο δεύτερο πρόσωπο ενικού, ενώ η Μπάχμαν χρησιμοποιεί πάντοτε το τρίτο πρόσωπο, όταν μιλά για τον ήλιο. Έτσι όμως προκαλείται μια ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση στον αναγνώστη, αφού σε κάποιους στίχους η Μπάχμαν χρησιμοποιεί το δεύτερο ενικό πρόσωπο, όταν το ποιητικό εγώ απευθύνεται σε ένα αγαπημένο του πρόσωπο. Διαβάζουμε στη δεύτερη στροφή:

    «Όμορφε ήλιε, που ανατέλλεις, το έργο σου δεν λησμόνησες / Και ολοκληρώνεις, πιο όμορφα τα καλοκαίρια, όταν μια ημέρα / Εξατμίζεται στις ακτές και χωρίς δύναμη τα ιστία σε αντικατοπτρισμό / Ταξιδεύουν πάνω από το μάτι σου, μέχρι που κουράζεσαι και το τελευταίο μειώνεις».

    Και στην τέταρτη στροφή μεταφράζει η Χ. Π. Γραμματικοπούλου:

    «Όμορφο φως, που μας κρατάς ζεστούς, μας φυλάς και υπέροχα μας φροντίζεις, / Είθε να σε συναντήσω πάλι και είθε να σε ξαναδώ!»
    Σ’ αυτή την τέταρτη στροφή είναι σαφές ότι η μεταφράστρια αδυνατεί να κατανοήσει ακόμα και απλές δομές της γερμανικής γλώσσας. Το πρωτότυπο έχει ως εξής:

    «Schönes Licht, das uns warm hält, bewahrt und wunderbar sorgt, / Dass ich wieder sehe und dass ich dich wiederseh!»

    Δηλαδή:

    «Ωραίο φως, που ζεστούς μας κρατά, μας φυλάει και θαυμάσια φροντίζει / Να βλέπω πάλι εγώ κι εσένα να βλέπω πάλι!»
    Στο ίδιο ποίημα διαβάζουμε επίσης το ακατανόητο: «Δίχως ήλιο και η τέχνη ξαναπιάνει το πέπλο» μια κατά λέξη μετάφραση του στίχου «Ohne die Sonne nimmt auch die Kunst wieder den Schleier». Η έκφραση «den Schleier nehmen» είναι μια λόγια έκφραση που σημαίνει «γίνομαι μοναχή», δηλαδή «Δίχως τον ήλιο και η τέχνη ακόμα περιβάλλεται πάλι το μοναχικό σχήμα».

    Ο στίχος «Und das Kleid, das du angetan hast. Und dein Kleid, glockig und blau!» έχει μεταφραστεί και πάλι ακατανόητα: «Και το φόρεμα, που γοήτευσες. Και το δικό σου φόρεμα, κοίλο και μπλε!», διαβάζοντας αδικαιολόγητα το «das du angetan hast» σαν να έγραφε «dem du es angetan hast» και επιλέγοντας το «κοίλο» για το επίθετο «glockig», που προέρχεται από το ουσιαστικό «Glocke» («καμπάνα»), αντί «Και το φουστάνι πού ’χεις φορέσει εσύ. Και το δικό σου το φουστάνι, σαν καμπάνα και γαλάζιο!»

    Για κάποιες λέξεις φυσικά δεν υπάρχει σωστό ή λάθος και η επιλογή εξαρτάται από το γλωσσικό αισθητήριο του καθενός. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι λάθος το «μπλε» για το γερμανικό «blau», που επαναλαμβάνεται πολλές φορές σε διάφορα ποιήματα της έκδοσης. Ωστόσο «blau» στα γερμανικά είναι επίσης και το χρώμα του ουρανού, της θάλασσας και των ματιών. Βάσει γλωσσικού αισθητηρίου επίσης θεωρώ ότι θα επιλέξει ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια αν τη λέξη «Orden» στον στίχο «Schöner als die Sterne, die berühmten Orden der Nacht» θα τη μεταφράσει «παράσημα» ή «τάγματα» αν δηλαδή η Μπάχμαν λέει: «Ομορφότερος από τα αστέρια, τα περίφημα παράσημα της νύχτας», όπως έχει μεταφράσει η Χ. Π. Γραμματικοπούλου, ή αν η Μπάχμαν αποκαλεί τα αστέρια «φημισμένα τάγματα της νύχτας». Παρενθετικά αναφέρω ότι η λέξη που έχει μεταφραστεί ως «παράσημο» στο ποίημα «ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ» (σελ. 73) στο πρωτότυπο δεν είναι «Orden» αλλά «Auszeichnung», δηλαδή «διάκριση».

    Το ποίημα «An die Sonne» κλείνει με τη συγκλονιστική στροφή:

    «Schöne Sonne, der vom Staub noch die größte Bewunderung gebührt, / Drum werde ich nicht wegen dem Mond und den Sternen und nicht, / Weil die Nacht mit Kometen prahlt und in mir einen Narren sucht, / Sondern deinetwegen und bald endlos und wie um nichts sonst / Klage führen über den unabwendbaren Verlust meiner Augen».

    Η οποία έχει μεταφραστεί ως εξής, αφήνοντας απορίες και συγκεντρώνοντας παρανοήσεις, αστοχίες και εσφαλμένες επιλογές:
    «Όμορφε ήλιε, που σου αρμόζει ακόμα μεγαλύτερος θαυμασμός κι απ’ ό,τι στη σκόνη, / Για τούτο όχι για λογαριασμό του φεγγαριού και των άστρων και όχι, / Γιατί η νύχτα καυχιέται με τους κομήτες και με θεωρεί ηλίθιο, / Αλλά για σένα και σύντομα σχεδόν ατέλειωτα και όσο για τίποτε άλλο / Θα κάνω καταγγελία για την αναπόφευκτη απώλεια των ματιών μου».

    Αντί, για παράδειγμα:

    «Ωραίος ήλιος, που κι απ’ τη σκόνη ακόμα ο μέγιστος ο θαυμασμός του αξίζει, / Γι’ αυτό κι εμένα όχι για τη σελήνη και τ’ αστέρια κι όχι / Γιατί η νύχτα κομπάζει με κομήτες και μέσα μου αναζητά έναν τρελό, / Αλλά για σένα και σε λίγο δίχως τελειωμό κι όπως για τίποτ’ άλλο / θα με πάρει το παράπονο για την αναπότρεπτη απώλεια των ματιών μου».

    Την προχειρότητα της όλης έκδοσης αποδεικνύει περίτρανα και το ποίημα «ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΕΛΕΙΩΣΕ» (σελ. 95-96). Το πρωτότυπο ποίημα, «Das Spiel ist aus» αποτελείται από 9 στροφές αλλά η ελληνική κακή μετάφρασή του είναι πιο πληθωρική και μας προσφέρει 10. Όχι, δεν πρόκειται για κάποια δημιουργική συμπλήρωση του ποιήματος. Απλώς η 2η στροφή του μεταφρασμένου ποιήματος αποτελείται από τους 2 πρώτους στίχους και τους 2 τελευταίους στίχους της 2ης και 3ης στροφής αντίστοιχα του γερμανικού πρωτοτύπου. Στη συνέχεια ακολουθούν οι στροφές κανονικά ως 3η η 2η, ως 4η η 3η κ.ο.κ. Ως δείγμα της κακής μετάφρασης ας αναφερθεί μόνο ο πρώτος στίχος: «Αγαπημένε μου αδελφέ, πότε θα μας χτίσουμε σχεδία», ο οποίος στο πρωτότυπο είναι: «Mein lieber Bruder, wann bauen wir uns ein Floß». Ναι, στα γερμανικά χρησιμοποιείται το αυτοπαθές ρήμα «sich etwas bauen»,το οποίο όπως πολλά αυτοπαθή γερμανικά ρήματα πρέπει να μεταφραστεί χωρίς να αναφερθεί η αντωνυμία «μας», δεν λέμε στα ελληνικά «θα μας πάρουμε αυτοκίνητο». Πέραν τούτου το ρήμα «bauen» δεν σημαίνει μόνο «χτίζω», σημαίνει και «φτιάχνω». Πολύ απλά δηλαδή: «Αγαπημένε μου αδελφέ, πότε θα φτιάξουμε μια σχεδία».
    Πολλά ακόμα μπορούν να ειπωθούν γι’ αυτή την πολύ κακή έκδοση αλλά απαιτείται πολύς χρόνος και χώρος για να επισημανθούν και να αναφερθούν. Η λανθασμένη στίξη, κυρίως τα λάθος κόμματα στα ελληνικά, κόμματα που στα γερμανικά είναι απαραίτητα, ανήκουν σε αυτά τα πολλά. Η αδικαιολόγητη, κατά φαντασίαν μόνο ποιητική, μεταφορά του ρήματος στο τέλος της πρότασης, όπως στο γερμανικό πρωτότυπο, όπου το επιβάλλουν οι κανόνες της γερμανικής σύνταξης, είναι ένα άλλο. Η αδικαιολόγητη χρήση λέξεων που είθισται να θεωρούνται ποιητικές είναι επίσης ένα άλλο θέμα. Η απουσία σχολιασμού, ο οποίος κατά τη γνώμη μου επιβάλλεται σε μια έκδοση απάντων ποιημάτων μιας ξενόγλωσσης ποιήτριας, και μια ουσιαστική εισαγωγή, γραμμένη για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, είναι πάλι ένα άλλο θέμα.Ως τελευταίο παράδειγμα κάτι πραγματικά γελοίο. Στην Εισαγωγή, στο σημείο όπου γίνεται λόγος για τη σχέση της Μπάχμαν με τον Πάουλ Τσέλαν αναφέρεται το ποίημά της «Ρητό σκοτάδι» και οι στίχοι του «Κι εγώ δεν ανήκω σ’ εσένα. / Και οι δυο μας τώρα θρηνούμε» (σελ. 13). Όσο και να αναζητήσει ο αναγνώστης αυτό το ποίημα στα περιεχόμενα της έκδοσης, δεν θα το βρει. Αν δεν είναι πολύ προσεκτικός αναγνώστης, θα πιστέψει ότι η έκδοση είναι ελλιπής. Αν είναι όμως προσεκτικός αναγνώστης, κάποια στιγμή θα διαβάσει τους στίχους: «Κι εγώ δεν σου ανήκω, δεν σ’ ακούω. / Και οι δύο οδυρόμαστε τώρα» (σελ. 56). Αν έχει καλή μνήμη, θα αναρωτηθεί: «Λες;» Θα ξαναδιαβάσει τον τίτλο του ποιήματος που διαβάζει εκείνη τη στιγμή και θα διαβάσει «ΜΕΛΑΝΑ ΝΑ ΠΩ». Δικαιολογημένα ίσως αναφωνήσει «Εύρηκα!» Το ποίημα «Dunkles zu sagen» της Μπάχμαν κακοποιήθηκε διπλά: τη μια έγινε «Ρητό σκοτάδι» από τα αγγλικά στο κείμενο της Γκάρμαν, όπου ήταν «Darkness Spoken», και την άλλη «ΜΕΛΑΝΑ ΝΑ ΠΩ» από τον ακατανόητα μεταφρασμένο στίχο «ξέρω μόνο μελανά να πω». Πάντως, στη βιβλιονέτ εύκολα βρίσκεις μια παλιά έκδοση: Ingeborg Bachmann, Να λέω λόγια σκοτεινά, μετάφραση: Ντάντη Σιδέρη-Speck, Εκδόσεις Νεφέλη, 2007.

    Θα πρέπει να σημειωθεί ότι γι’ αυτήν την τόσο κακή έκδοση πάνω από όλους ευθύνεται ο εκδότης, ο οποίος, αφού πρώτα ανέθεσε ένα τόσο σημαντικό μεταφραστικό έργο σε μια ποιήτρια του εκδοτικού του οίκου αλλά άπειρη και δυστυχώς ανεπαρκή μεταφράστρια, πήρε στη συνέχεια στα χέρια του τα μεταφρασμένα ποιήματα, τα διάβασε και έκρινε ότι είναι κατάλληλα να εκδοθούν. Δυστυχώς η έκδοση πραγματοποιήθηκε με επιχορήγηση της μετάφρασης από το Ινστιτούτο Γκαίτε, αλλά θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι επιχορηγήσεις των υπό έκδοση μεταφράσεων εγκρίνονται χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν κάποιο δείγμα μετάφρασης.

    Θα πρέπει να ομολογήσω δύο πράγματα: Πρώτον, αφορμή για τη συγγραφή αυτής της κριτικής, η οποία είναι η πρώτη που γράφω και δημοσιοποιώ, στάθηκε μια άλλη κριτική για αυτή την έκδοση απάντων των ποιημάτων της Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, η οποία δημοσιεύθηκε στη bookpress.gr στις 5 Αυγούστου 2020 και την οποία υπέγραφε η πεζογράφος, ποιήτρια και μεταφράστρια Διώνη Δημητριάδου, γράφοντας μεταξύ άλλων: «Στην πρόσφατη έκδοση των ποιημάτων της, στη σημαντική για τα ποιητικά πράγματα σειρά των εκδόσεων Βακχικόν "Ποίηση απ’ όλο τον κόσμο" σε προσεγμένη καλή μετάφραση από την ποιήτρια Χριστίνα Παναγιώτα Γραμματικοπούλου [...]». Δεύτερον, η φωτογραφία που επιλέχθηκε για εξώφυλλο της έκδοσης είναι εξαιρετική.

    Στην ίδια σειρά των εκδόσεων Βακχικόν εκδόθηκαν τον Νοέμβριο του 2019 Άπαντα τα ποιήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ, σε μετάφραση Χριστίνας Παναγιώτας Γραμματικοπούλου (σελ. 65-208, 243-252, 271-305) και Ιωάννας Διαμαντοπούλου (σελ. 25-64, 209-242, 253-270, 306-428), «Με την υποστήριξη της Ομοσπονδίας της Καγκελαρίας της Αυστρίας» [sic].
Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη

Σχετικά Βιβλία

243.185 Βιβλία
122.584 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου