Η πολιτική των δημιουργών
Le politique des auteurs
Ντοκουμέντο του λόγου για τον κινηματογράφο, ο τόμος αυτός περιλαμβάνει συνεντεύξεις με δέκα από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες της ιστορίας του: Ρενουάρ, Ροσσελλίνι, Λανγκ, Χίτσκοκ, Χωκς, Μπουνιουέλ, Ουέλλες, Ντράγιερ, Μπρεσσόν, Αντονιόνι. Η επιλογή δεν είναι τυχαία: πρωτοδημοσιευμένες στο διάσημο γαλλικό περιοδικό Cahiers du Cinema από το 1954 ώς το 1966, οι συζητήσεις αυτές είχαν γίνει με συντάκτες του, πολλοί από τους οποίους πέρασαν στη συνέχεια από την κινηματογραφική κριτική στη σκηνοθεσία, όπως ο Τρυφφώ, ο Γκοντάρ, ο Ρομέρ, ο Σαμπρόλ, ο Ριβέτ, πρωταγωνιστές της γαλλικής νουβέλ βαγκ. Συνεκτικό στοιχείο και ζητούμενο της συλλογής (που εκφράζεται στην επιλογή και το περιεχόμενο των συνεντεύξεων καθώς και στα εισαγωγικά σημειώματα της πρώτης έκδοσης του 1972 και τον πρόλογο-απολογισμό του Σερζ Ντανέ από την έκδοση του 1984) είναι η «πολιτική των δημιουργών»: έτσι ονομάστηκε η προσπάθεια των Cahiers να αναδείξουν ορισμένους κινηματογραφιστές όχι ως απλούς κατασκευαστές και διεκπεραιωτές ταινιών αλλά ως δημιουργούς, υπό την έννοια ότι το έργο τους παρουσιάζει προσωπικό χαρακτήρα και συνέχεια στην εξέλιξή του και αποκαλύπτει ή υπερβαίνει το ίδιο το βιομηχανικό σύστημα κινηματογραφικής παραγωγής και αισθητικής στο οποίο ανήκει. Αυτή η πολιτική πέτυχε την αναγνώριση του κινηματογράφου ως τέχνης και του σκηνοθέτη ως καλλιτέχνη, προώθησε τον μοντερνισμό στις αντιλήψεις περί αφήγησης, ρυθμού, οργάνωσης του πλάνου, ηθοποιίας κ.λπ., και προετοίμασε το έδαφος για τη νουβέλ βαγκ και τα άλλα νεότερα ρεύματα κινηματογραφικής πρακτικής και κριτικής. «Χρειαζόταν μια έκδοση που να εκφράζει μια αισθητική, μια θεωρητική άποψη για τον κινηματογράφο σαν τέχνη. Πολλοί από τους συντάκτες της Revue du Cinema συσπειρώθηκαν γύρω από τη φιγούρα του Αντρέ Μπαζέν και ίδρυσαν τα Cahiers du Cinema για να καταγράψουν τις εμπειρίες ενός κινηματογράφου προσωπικού και ανανεωτικού όπως αυτός των Ουέλλες, Ροσσελλίνι, Ρενουάρ, Μπρεσσόν, για παράδειγμα ... διεκδικούσαν για ορισμένους σκηνοθέτες όπως ο Χίτσκοκ, ο Χωκς, ο Λανγκ, ο Ροσσελλίνι και πολλοί άλλοι ακόμα, τον χαρακτηρισμό τους ως δημιουργών. Αυτό τότε δεν ήταν καθόλου προφανές και η πολεμική που ξεσήκωσε ήταν πολύ μεγάλη. Ο σκηνοθέτης δεν λογαριαζόταν παρά σαν διεκπεραιωτής, ικανός να προσαρμοστεί στις συνθήκες των μεγάλων στούντιο, όπου ο παραγωγός και το κάθε κινηματογραφικό είδος ήταν καθοριστικά. Ο μοντερνισμός στο σινεμά προηγήθηκε της νουβέλ βαγκ. Τα Καγιέ είχαν ήδη προωθήσει μια τελείως διαφορετική αντίληψη σχετικά με την αφήγηση, το ρυθμό, την έννοια του χρόνου, τις σχέσεις με τους ηθοποιούς - οι ταινίες του Ντράγιερ ή του Ροσσελλίνι απέναντι στον κινηματογράφο-θέαμα, ας πούμε... Η μεγάλη διαφορά σήμερα είναι πως ο κινηματογράφος έχει γίνει πια αποδεκτός σαν τέχνη, σαν πολιτιστικό γεγονός. Πριν είκοσι χρόνια αντιπροσώπευε μια λαϊκή διασκέδαση που δεν ζητούσε από το θεατή να σκεφτεί. Όταν τα Καγιέ διεκδικούσαν την αναγνώριση του Χίτσκοκ για παράδειγμα, σαν δημιουργού, αυτό έμοιαζε με πρόκληση. Τώρα κανείς δεν το αμφισβητεί. Δεν υπάρχει πλέον τέτοιου είδους πολεμική. Όμως το μέτριο σινεμά είναι ακόμα πιο μέτριο και το σινεμά των δημιουργών λιγότερο πλούσιο από αυτό της δεκαετίας του '60... Τα Καγιέ ήταν πάντοτε κοντά στις νέες τάσεις. Υπήρξαν άλλωστε σχολείο για τους περισσότερους σκηνοθέτες που, πριν γυρίσουν τις ταινίες τους -όπως ο Τρυφφώ- ή και μετά ακόμα -όπως ο Ρομέρ και ο Ριβέτ- ήταν κριτικοί στο περιοδικό.» (Serge Toubiana, διευθυντής σύνταξης των Cahiers du Cinema - συνέντευξη στον Σχολιαστή, αρ. 73, Φεβρουάριος 1989)
- ISBN978-960-221-000-0
- Ημ/νια Έκδοσης1989
- Σελίδες380
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Γλώσσα ΠρωτότυπουΓαλλικά
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας
- Μεταφραστής
- Εκδότης