Μουχαρέμ
Στα δέκα μου ήξευρα πολλές δουλειές του χωριού. Με την κόσα να κόβω τριφύλλι, να κόβω τη βρίζα κι έπειτα να τη δίνω για τα δεμάτια, στάρι-κριθάρι το καλοκαίρι, ν' αλωνίζω με τα βόδια από τα χαράματα, με τον "κριβάκι", το αεράκι που σηκώνεται το απόγιομα, το λίχνισμα, πριν πέσει η νύχτα να μαντρώνω τα ζώα φροντίζοντάς τα, να τσαπίζω καλαμπόκι, καλέμια στα νέα δέντρα να βάζω - γράμματα ελάχιστα, να 'ναι καλά το στόμα των μεγάλων, δεν χρειάστηκαν και πολλά. Ταχιά όμως έμαθα και τον φόβο. Που έσφιγγε την ψυχή μου σαν νύχτα σκοτεινή, όταν ακούγονται τα σκυλιά και γαβγίζουν ακροβολημένα. Φόβος από τα πάντα. Ένας παγωμένος αέρας που έφτανε στο χωριό απ' όλα τα μονοπάτια. Ζαπτιέδες, φορατζήδες, Τουρκαλβανοί ληστές. Αυτοί μαγάριζαν τις γυναίκες, έπαιρναν και τα κορίτσια μαζί με γρόσια απειλώντας. Δεκαπέντε χρόνια από τη γέννησή μου, ξάφνου, όλα έγιναν δύσκολα - από τότε βλέπω εφιάλτες τη νύχτα, κλαίγω και λαφρώνω. Οι μεγάλοι δεν ήσαν πάντοτε κοντά μας, δούλευαν μακριά από το χωριό, το βιό μας δεν είχεν πόρτες. Μόνον σκυλιά γάβγιζαν μέρα-νύχτα. Όλοι πιέζανε και μας σκοτώνανε, που θ' ακουμπήσουμε , που; Τα ίδια πάθαιναν και οι παλιοί, "περάσανε όμως και τα ξεχάσαμε", μουρμούριζαν κάποιοι. Τώρα σαν κάτι να τρίζει, οι Οσμανλήδες ανήσυχοι είναι, το δείχνουν και γίνονται χειρότεροι, αγριεύουν και φοβερίζουν. Όσοι απ' αυτούς έχουν τσιφλίκια τα παζαρεύουν γλυκομίλητοι με τους δικούς μας, λιγοστούς τσορμπατζήδες. Λιβάδι, δάσος, χωράφια, αμπέλι. Μα δεν κλείνουν ακόμα καπάκια, μήπως πάρουν άλλη τροπή τα πράγματα. Ο φόβος όμως και δικός τους. Ένας μόνος στο χωριό, ο Ρίστοχατζ-, γιατρός πρακτικός, ειδικός στο νταλάκι, κάνει πως δεν φοβάται. Πομπράτιμος του πατέρα, αγαπημένοι φίλοι χρόνια, σαν βλέπει το παράθυρό του ανοιχτό και τα φύλλα στο πλάι, παίρνει το τραγούδι. Πέντε μινούτια λέει το τραγούδι.
- ISBN978-960-211-432-2
- Ημ/νια Έκδοσης1999
- Σελίδες144
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Κατηγορίες Βιβλίου
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας
- Εκδότης