Σκέψεις και αναφορές για το έργο της Λίτσας Λεμπέση
Εδώ και αρκετό καιρό από τότε που ζω κλεισμένος σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο συμβαίνει κάτι παράξενο. Σχεδόν κάθε μέρα ακούω κάποιον να μου χτυπά τη κλειδωμένη πόρτα. Είναι ένα ελαφρό, διστακτικό, διακριτικό χτύπημα - μόλις που το ακούω. Πάντα ο ίδιος χτύπος: δύο φορές, λίγο βιαστικός. Ανοίγω την πόρτα περιμένοντας να δω κάποιον δικό μου. Αλλά κανείς δεν υπάρχει, όποιος και αν ήταν αμέσως έχει φύγει. Αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να είναι αυτός που αφήνει επάνω στην πόρτα μου την τρυφερή του άτολμη παράκληση να μπει μέσα; Αν είναι φίλος που γύρισε κατάκοπος και εξαθλιωμένος από το μακρύ ταξίδι του - αυτός ποτέ δε θα περιμένει να του ανοίξω, πάντα θα γίνεται άφαντος. Οι άντρες είμαστε μεταξύ μας πολύ περήφανοι και προπαντός μεταξύ μας, ποτέ δε θα δείξουμε ο ένας στον άλλο πόσο μας ρήμαξε, μας αφάνισε το βασανισμένο μας ταξίδι. Αν είναι αγαπημένη αυτή ναι, στο τέλος θα φανερωθεί. Οι γυναίκες μονάχα ξέρουν πώς πρέπει ν’ αγαπάς, ξέρουν ότι πρέπει πάντα να επιστρέφουν. Όμως εγώ δεν έχω χρόνο για να την περιμένω. Γέλασα τώρα καθώς σκέφθηκα πως κάποιος θα νομίζει ότι ο νους μου πάει στον θάνατο (όλοι θαρρούν πως έχω μελαγχολία, που ποτέ στην ζωή μου δεν είχα κι ούτε και τώρα έχω). Τι φτηνό που ακούγεται: ο θάνατος χτυπά την πόρτα! Κι εξάλλου - αυτό είναι που με κάνει να γελώ - ο θάνατος δεν μπορεί να στέκεται έξω από την δικιά μου πόρτα. Γιατί από αμέτρητα χρόνια είναι μέσα, μαζί μου συγκατοικεί, είναι ο μόνιμος και μοναδικός συγκάτοικός μου. Αδιάφορος και ήρεμος, σιωπηλός ακούει (με εκείνο το πανέξυπνο βλέμμα του) τους ατέλειωτους μονολόγους μου. Ήλθε κι εγκαταστάθηκε εδώ, στον απαραβίαστο αυτόν χώρο μου, τότε που σκότωσα με τα ίδια μου τα χέρια τον Θεό - εδώ σ’ αυτό το δωμάτιο. Μαζί και οι δυο, βλέπαμε το ψυχορράγημα του, για χρόνια αναπνέαμε τις φοβερές οσμές που απέπνεαν οι σαπισμένες σάρκες του. - Μαζί βοηθώντας ο ένας τον άλλο, καθαρίζαμε το πάτωμα - με το σκουπάκι της κουζίνας αποτραβήξαμε το στεγνωμένο λείψανο του Θεού το ακουμπήσαμε σε μια γωνιά δίπλα στον τοίχο. Στο μέρος όπου έπεσε ο Θεός νεκρός δεν έμεινε κανένα ίχνος. Κατάστικτος, όπως όλοι οι άνθρωποι από τα αγγίγματα του Θεού, επάνω μου, δεν καταλαβαίνω πώς γίνεται, το ίδιο του το Σώμα να μην αφήνει κανένα ίχνος εκεί όπου χύθηκε όλο το αίμα του - μήπως αυτά τα αγγίγματα δεν ήταν του Θεού; Γιώργος Χειμωνάς
- ISBN978-960-597-065-9
- Ημ/νια Έκδοσης2016
- Σελίδες258
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Κατηγορίες Βιβλίου
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Επιμελητής
- Εκδότης