Σιρόκος

Σιρόκος

Νύχτωσε. Ο ουρανός είχε γεμίσει αστέρια. Τόσο λαμπερά και ακίνητα, που θα έλεγε κανείς ότι δεν τρέχει τίποτα. Και όμως ο βοριάς φυσούσε μανιασμένα και το κύμα τούς ανέβαζε ψηλά κι έπειτα τους κατέβαζε σχεδόν στο βυθό, σαν τροχός λούνα παρκ, και πάνω ξανά και κάτω μετά, σε έναν ξέφρενο, θανάσιμο χορό. Τα χέρια τους, ξυλιασμένα, είχαν γαντζωθεί σφιχτά στο βρεγμένο σανίδι. Το κορμί τους πονούσε, η καρδιά τους χτυπούσε δυνατά. Ο φόβος σε κάνει δυνατό. Η Μάρθα είχε ματώσει στα χείλη. Έμπαινε νερό στη βάρκα. Το έβγαζε ο Μάριος με το ένα χέρι, με τον γαλάζιο κουβά, όποτε του επέτρεπε το κύμα. Ο Μάριος είχε φτάσει στο στόχο του αλλά μετά ένα ήθελε μόνο: να φύγει. Από πού; Από τον "επίγειο παράδεισο". "Σιρόκος". Γραμμένο τη δεκαετία του ’90 τότε που τίποτα ακόμα δεν είχε συμβεί. Γι’ αυτό και προχώρησε ανυποψίαστο, όχι μόνο στο σήμερα, αλλά ακόμα πιο πέρα. Στο μετά...

Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη

Σχετικά Βιβλία

Η άλλη εκδοχή

Η άλλη εκδοχή

Παρασκήνιο
Τετ α τετ

Τετ α τετ

Εντευκτήριο
243.185 Βιβλία
122.584 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου