Σπύρος Βασιλείου

Σπύρος Βασιλείου

Ο τοπιογράφος

Ο Σπύρος Βασιλείου, ο ζωγράφος που μετουσίωσε τη νοσταλγία του παλιού, πιο ανθρώπινου τρόπου ζωής σε τέχνη ελληνική, αυτοπαρουσιάζεται σε μια μονογραφία. Απλός και εγκάρδιος, θυμόσοφος, πανταχού παρών στην αθηναϊκή καλλιτεχνική σκηνή, ακούραστα παραγωγικός, ο ζωγράφος και σκηνογράφος Σπύρος Βασιλείου κατέκτησε ένα σπάνιο προνόμιο ανάμεσα στους καλλιτέχνες της γενιάς της "ελληνικότητας": έγινε αναγνωρίσιμος από το έργο του και γνωστός με το μικρό του όνομα, μπαρμπα-Σπύρος. Στην περίπτωση του Σπύρου Βασιλείου, του μικροκαμωμένου και αεικίνητου ανθρώπου με το τεράστιο έργο, η σύγχρονη βιβλιογραφία είναι πολύ φτωχή. Έτσι η μονογραφία της ιστορικού της τέχνης Ειρήνης Οράτη, που κυκλοφορεί από "Τα Νέα" στο πλαίσιο της σειράς "Σύγχρονοι Έλληνες Εικαστικοί", καλύπτει ουσιαστικό κενό. Ο καλλιτέχνης προβάλλεται μέσα από το έργο του, που κατέγραψε τις μεταμορφώσεις του ελληνικού και ιδιαίτερα του αθηναϊκού τοπίου. "Τώρα που η κατεδάφιση της Αθήνας έσβησε το ευαίσθητο φεστόνι από τον αττικό ουρανό, όλοι τρέχουν όταν αρχίσει άλλο ένα γκρέμισμα ν΄ αγοράσουν κανένα ακροκέραμο, μια σιδεριά, ένα φουρούσι. Το ταπεινό κεραμεικό ανθέμιο πάει να γίνει σύμβολο της χαμένης αθηναϊκής ευαισθησίας", έγραφε στο αυτοβιογραφικό κείμενο "Φώτα και σκιές", δανεισμένο από την κορυφαία διάκριση που έλαβε στη ζωή του: το βραβείο Γκουγκενχάιμ. Ζωγράφιζε από παιδί. Από το Γαλαξείδι- λίκνο καπεταναίων- όπου γεννήθηκε, και όπου μπήκε από μικρός στη βιοπάλη. Επαναστάτης ως σπουδαστής, το 1922, ενάντια στην ακαμψία της ακαδημαϊκής διδασκαλίας άρχισε να δίνει γελοιογραφίες σε έντυπα με το ψευδώνυμο Νήφων ο Μπεκρής. Κάνει μάλιστα αίσθηση εισάγοντας στα πρώτα έργα του όψεις Αθήνας με τα Πατήσια, τα Τουρκοβούνια, την Ακρόπολη, τα "Καρναβάλια" (1934) και τη "λαϊκή αγορά", το πλήθος των ανθρώπων, τις λεπτομέρειες, την κίνηση. "Τα χρόνια της Κατοχής", όπως σημειώνει, "το χάραγμα στο ξύλο γίνεται όπλο της αντίστασης". Κατόπιν συνέχισε τον δικό του αγώνα κατά της φθοράς, προσώπων και πραγμάτων, με την τέχνη του. "Μια και η μοίρα μας είναι να ζήσουμε από δω και μπρος ανάμεσα σε όγκους μπετόν, πότε οικείους και πότε απάνθρωπους, ας συντηρήσουμε όπου είναι δυνατόν τις δαντελένιες φρίζες των ακροκέραμων που συμφιλιώνουν τον όγκο του σπιτιού με το φως του ουρανού", έλεγε και κατέγραφε από το εργαστήρι του και σήμερα Μουσείο, στην οδό Γουέμπστερ τις αλλαγές του τοπίου, τη "σκαλωσιά που χάλασε τη θέα" το 1957 και την κατεδάφιση "καταστροφή" του σπιτιού του Παρθένη το 1970. Έργα ήρεμης διαμαρτυρίας. Στο θέατρο, τα μεγάλα ευέλικτα σκηνικά, τα απλά κοστούμια με τα έντονα χρώματα, η εισαγωγή λαϊκών στοιχείων και η υποστήριξη του νέου ελληνικού έργου, άφησαν τη σφραγίδα του.

Το έχουν
G Doukas
243.185 Βιβλία
122.584 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου