Όταν έπεσαν οι μάσκες

Όταν έπεσαν οι μάσκες

Φοράει μακρύ μαύρο παλτό κι ένα καπέλο κρύβει τα κατάξανθα μαλλιά της. Προχωράει μέσα στο πλήθος με δυσκολία.. Είναι Αποκριά... ... Η βαριά σιδερένια πόρτα, ορθώνεται απειλητική μπροστά της. Το βλέμμα της συγκεντρώνεται στη σκουριασμένη κλειδαριά που κρέμεται, αφήνοντας την πόρτα μισάνοιχτη. Στο βάθος υψώνεται το παλιό αρχοντικό έρημο και σιωπηλό. ... Το χέρι της σπρώχνει αργά την πόρτα, αλλά τα πόδια της μένουν καρφωμένα στη γη. Αρνούνται να την υπακούσουν. Βγάζει τη μάσκα. "Η μάσκα!" σκέφτεται, "Tι μπορεί να κρύβει μια μάσκα; Παιχνίδι χαράς ή παιχνίδι θανάτου;" Προχωράει σαν υπνωτισμένη προς το σπίτι. Στέκεται κάτω από τη βεράντα. Εκεί ακριβώς που έβλεπε το δωμάτιο εκείνης... της Αναστασίας Καραμάνου. Της γυναίκας που αγαπούσε χωρίς να ξέρει γιατί και που μίσησε αργότερα, ξέροντας πολύ καλά το γιατί! Δεν είναι παραμύθι. Μοιάζει με παραμύθι. Είναι μια ιστορία που την έλεγαν μυστικά τα βράδια οι θείες μου, όταν με κοίμιζαν στην αγκαλιά τους.

Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη
243.185 Βιβλία
122.584 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου