Ο τελευταίος της συντεχνίας
Νουβέλα
«Λοιπόν, γυρολόγε», άκουσε τον πρώτο δικαστή, «έχουνε διαπιστωθεί ορισμένα εγγενή ή επίκτητα ελαττώματά σου, θα έλεγα αξιόμεμπτα...» Σώπασε λίγες στιγμές κοιτάζοντάς τον έντονα. Το ίδιο έκαναν κι οι υπόλοιποι εκατόν είκοσι εφτά δικαστές. Ο Γιάκομπ ένιωσε διάτρητος από τις σουβλερές ματιές τους. Θυμήθηκε –τι παράξενο, όχι, όχι παράλογο– εκείνα τα τρύπια παλιά τυριά (τώρα δεν υπήρχαν) που τα έλεγαν γραβιέρες... Ναι, έτσι αισθανόταν, τρύπιος και κίτρινος όχι από φόβο αλλά από έλλειψη άμυνας. Ένα κομμάτι παλαιό τυρί απέναντι σε εκατόν είκοσι οχτώ ποντικούς, κίτρινο κι ανυπεράσπιστο. Ο τελευταίος της συντεχνίας περιπλανιέται σ' έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι και το φυσικό τοπίο μαραζώνουν. Η Φύση αποσύρει σιγά σιγά τα είδη της και η σκληρότητα –έλλειψη αλλά και απαγόρευση των συναισθημάτων– χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο ήρωας του έργου, με το ανώφελο και άχρηστο πλέον επάγγελμά του –είναι γυρολόγος– αποτελεί μια χτυπητή παραφωνία. Καταλήγει σε ηθελημένη απομόνωση, ακολουθώντας το ένστικτο και την καρδιά του. Η απελπισμένη αυτή πράξη του ίσως να είναι τελικά η μοναδική ελπίδα της άρρωστης κι εξαθλιωμένης ανθρωπότητας.
- ISBN978-960-03-0634-7
- Ημ/νια Έκδοσης1991
- Σελίδες100
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Κατηγορίες Βιβλίου
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας
- Εκδότης