Η αγάπη δηλώνει απών
"Απών" και όχι "Απούσα" 'Το Παγκάκι των Ψιθύρων": Ξέρεις πως τα αντικείμενα γύρω μας μπορούν και μιλάνε; Ξέρεις πως παίρνουν την ψυχή που τους δίνουμε; Ξέρεις πως συνδέονται μαζί μας -με κάτι απροσδιόριστο- που ενδόμυχα κουβαλάμε; Ξέρεις πως το ένστικτο μας υποδεικνύει πού μπορούμε να εμπιστευτούμε την ψυχή μας -δίχως τον φόβο της λογοκρισίας- ώστε να αδειάσει για να γεμίσει ξανά και ξανά; Ξέρεις πως οι άνθρωποι χωρίς αντικείμενα είναι ένα σώμα που αιωρείται και τέμνεται; Σε αυτήν την ιστορία λοιπόν, η ηρωίδα μας, συνδεμένη από μικρή ηλικία με τα παγκάκια, ξύλινα, αμελητέα, γήινα, επιστρέφει πάντα στον εξομολόγο της για να καθαρίσει την ψυχή της και αναγεννηθεί. Όλα αλλάζουν γύρω της, μα εκείνο στέκει εκεί. Αμίλητο, μα άκρως συμπονετικό. "Σα Σκουριασμένο Καράβι": Η Ζωή σε πράξεις. Μια απόφαση, ένα τόλμημα παράταιρο, μια θυσία, να θυμίζει πως το συναίσθημα της Αγάπης δεν μπορεί να δηλώσει απουσία -οι άνθρωποι μπορούν, εκείνο όμως όχι- να επισφραγίζει πως η Αγάπη μπορεί να δηλώσει το παρόν μέσα από την πιο μεγάλη και θανάσιμη, για κάποιους, Απουσία. Μια γυναίκα, μια γυναίκα θαρραλέα - που όπως χαρακτηριστικά λέει και υποστηρίζει με τις πράξεις της "Ξεριζώνω την καρδιά μου για να την κάνω δέντρο, ένα μεγάλο πράσινο δέντρο γεμάτο καρπούς για να γεμίσουν το σπίτι σου, το σπίτι μας...", γιατί αυτή η σπουδαία γυναίκα κατάλαβε νωρίς τη σπουδαιότητα των ονείρων. "Ονειροπολούσες αγάπη μου, ονειροπολούσες και μέσα στα μάτια σου είδα τότε και δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σπουδαιότητα των ονείρων". Γιατί αυτή η γυναίκα, αυτή η Γυναίκα, ξέρει καλά το νόημα της αγάπης, της αφοσίωσης, της δίκαιης ανταμοιβής."Σε αγαπώ. Πάντα θα σε αγαπώ, κάθε μέρα και περισσότερο. Δεν σε εγκαταλείπω, σου δίνω απλώς μια ευκαιρία". Γιατί αυτή η γυναίκα "είναι η Αγάπη". "Η Άφθαρτη Νύφη»: Μα τι έκανε; Τι έκανε; Ποιο ήταν το λάθος της; Γιατί αυτή η σκληρή και άδικη ετυμηγορία; Ποιος τους όρισε όλους αυτούς δικαστές και τιμωρούς; Γιατί όλος αυτός ο ξεσηκωμός, προς τι το λαϊκό δικαστήριο της συμφοράς; Ποιος είναι αυτός που ορίζει την ποινή και ποιος είναι αυτός που -σαν χέρι Θεού- αποφασίζει; Τι τους ενόχλησε, τι; Η Αγάπη; Η Θυσία; Η Θέληση; Η Παραδοχή; Η Πίστη; Το Όραμα ή Η Συντέλεια; Συντέλεια σε κάθε κακό, σκληρό και άδικο. Τι έκανε λοιπόν; Άφθαρτη, περιφερόταν στο πάρκο -ανάμεσα σε ερωτευμένους ανθρώπους- και αναγνώριζε τι είναι αληθινό, τι ουτοπικό, τι ψεύτικο και πώς μπορεί να βοηθήσει, να τους δώσει τα εφόδια, να τους δείξει τον δρόμο... Ήθελε να βοηθήσει, πάσχιζε να βοηθήσει, επουλωνόταν, με πόνο και κόπο κατάφερνε αλώβητη -παρόλο τον χλευασμό του όχλου- να λυτρώσει, ώσπου μια μέρα έπεσε στα χέρια της ένα ξεχασμένο τετράδιο. Ένα τετράδιο γεμάτο ποιήματα. Ποιος είδε τους «Μαινάδες» και δεν τους φοβήθηκε! Όλεθρος, θρήνος και οδυρμός. Να της ξεσκίσουν ρούχα, ψυχή και σάρκα. Να σβήσουν από τον κόσμο μας το καλύτερο εφόδιο και το πιο δυνατό αγαθό του κόσμου. Δίχως ίχνος ντροπής, να στερήσουν από το αύριο το πιο ευεργετημένο χθες. Κι ύστερα... Κι ύστερα... "Κι ύστερα μίλησαν για Αγάπη, όλοι αυτοί που τη σκότωσαν".
- ISBN978-960-597-189-2
- Ημ/νια Έκδοσης2018
- Σελίδες159
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Κατηγορίες Βιβλίου
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας
- Εκδότης