έσ-οπτορν, και είσ-οπτρον, το, (εισ-όψομαι, μέλ, του είσ-οράω)· κάτοπτον, "καθρέπτης". (Ι. Σταματάκου. Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης) Και για τον ποιητή έσοπτορν είναι η ψυχή που καθρεπτίζει το είναι του με ειλικρίνεια αφοπλιστική.