Κρότων

Κρότων

Οι πορφυρογέννητοι του εμφυλίου

Πορεύονταν στο μονοπάτι του βουνού, ντυμένοι την απόμαχη χλαίνη και το δίκοχο του Αλβανικού, ζωσμένοι την εξάρτυση και τις ρυτιδιασμένες μπαλάσκες των Μεγάλων πολέμων. Κι όλοι μαζί, πραγματικός ανθρωποχείμαρρος, δρόμιζαν τις ανηφοριές, συρμένοι από την ίδια ψυχορμή τους. Παράβγαιναν γινατισμένοι τη κτηνώδικη δύναμη των μουλαριών, που σπίθιζαν πεισματικά το πέταλο στην κακοπετριά, παρασύροντας τη ζωντανή πρωτεϊκή μάζα άναντι στη Σισύφεια στράτα της, τυλιγμένη στο σκοτάδι και τη βροχή. Η Μυρτώ άκουγε τη βροχή, να δέρνει τις σκοτεινές φυλλωσιές, τη δέχονταν στο πρόσωπο, μούσκευε το ζιπούνι κι η μαντίλα της, -αδύνατο να σταματήσει το κρύο φίδι που σερνόταν στη ράχη της· αφέθηκε ολότελα στο έλεος της βροχής. - "Τι πα' να κάνουμε με όλα αυτά τα σύνεργα, αναρωτιότανε, τι πα' να βρούμε στα σκοτάδια... Να στήναμε μ' αυτά μια θημωνιά, να βάλουμε φωτιά, που να φωτίσει η νύχτα από τα ξόρκια των πολέμων..." Ένοιωσε μικρή και ανήμπορη μπροστά στα αόρατα στοιχειά, που κυβερνούνε τον κόσμο μας. Αποζήτησε καταφυγή στη ζεστή χόβολη της γωνιάς και στο τρεμουλιαστό φως της καντήλας, που κρέμονταν στα εικονίσματα με τα στέφανα, -τα δικά της στέφανα- και κάτωθε η κούνια του μωρού, το νυφικό κρεβάτι. Ένοιωσε σιγουρεμένη στο μικρό κάστρο της. - "Μα πάλι... που τραβούνε όλοι αυτοί με τόση σιγουριά, απόρησε· και πως παράτησαν ανθρώπους, σπίτια και χωράφια..." Και πάλι μέσα της λογάριαζε, πως οι τυραννισμένοι του χωριού δεν παίρνουν τα βουνά καλά καθούμενα, μήτε και χαλαλίζουν τη ζωή για ένα τίποτα, -άνθρωποι που πατούνε το χώμα τους με γυμνά πόδια... Κι ευθύς ξεπήδησε η σπίθα στα σκοτάδια: - "Είμαστε η γενιά των εσταυρωμένων... Για όσα αμάρτησε η κοινωνία μας· για τον ιδρώτα του φτωχού, που έκλεψε, για τα πολιτικά της πάθητα, για όσα μέλλει ακόμη να αμαρτήσει... Προχωρούμε στα σκοτάδια αποζητώντας το έλεος...".

Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη
243.185 Βιβλία
122.584 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου