Αλησμόνητα χρόνια

Αλησμόνητα χρόνια

"Μαζεύαμε λοιπόν τα σταφύλια, τα βάζαμε στα κοφίνια και τα μεταφέραμε στο σπίτι. Και το πρωί της επόμενης μέρας, ή μάλλον καθόλου το πρωί, αλλά νωρίς το προηγούμενο βράδυ, γύρω στις δώδεκα, ξυπνούσαμε και ξεκινούσαμε για τη Λευκωσία. Περπατούσαμε όλη τη νύχτα για να διανύσουμε τα είκοσι χιλιόμετρα που ήταν η απόσταση ανάμεσα στην Αγία Βαρβάρα και τη Λευκωσία. Φτάναμε στα περίχωρα τα ξημερώματα, γύρω στις έξι, τόσος ήταν άντα ο χρόνος που χρειαζόμασταν, έξι ώρες. Πηγαίναμε πολλοί μαζί συγχωριανοί, παρέες παρέες, συνήθως πήγαινε μαζί με τον πατέρα μου κι ο παππούς μου ο Μάρκος, αλλά κι ορισμένοι άλλοι. Καμιά φορά έπαιρναν μαζί τους και εμάς τα παιδιά. Δεν υπήρχε ένα μόνιμο μέρος για να σταθούμε και να πολήσουμε τα σταφύλια, γυρίζαμε στους δρόμους και φώναζε ο πατέρας μου "Ήρθε το καλό σταφύλι, ήρθε το αγιοβαρβαρίτικο σταφύλι". Έβλεπες τότε ν' ανοίγουν τα παράθυρα κι αγουροξυπνημένες οι γειτόνισσες να φωνάζουν "Πόσο το σταφύλι;" και στη συνέχεια "Θέλω μια οκά", "Θέλω δυο οκάδες". Τα ζύγιζε ο πατέρας μου, τα έβαζε σε μια σακούλα, κι όταν τους την έδινα μου δίνανε τα λεφτά, ή άλλοτε κατεβάζανε από το παράθυρο το καλάθι έχοντας βάλει μέσα τα χρήματα και στη συνέχεια εμείς βάζαμε μέσα στο καλάθι τα σταφύλια. Αυτό ήταν το εμπόριο με το σταφύλι".

Το βιβλίο δεν υπάρχει σε κάποια βιβλιοθήκη
243.185 Βιβλία
122.584 Συντελεστές
4.631 Εκδότες
Με την υποστήριξη του ΒιβλιοNet και του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου