Τα χιώτικα είν' αλλιώτικα
Όταν κάποτε γίνεται δυσβάστακτη η νοσταλγία για όσα σαν λίκνο της ύπαρξής σου και σαν κοιτίδα της ζωής σου αναγνωρίζεις κι όταν η ανάγκη για να νιώσεις πάλι κοντά σου εκείνους που της ράτσας σου ήταν χορηγοί και της κληρονομιάς σου οι πρώτοι κτήτορες σε βασανίζει, τότε, τα συναισθήματα τούτα πιέζουν ασφυκτικά της ψυχής την αντοχή και του μυαλού τα όρια κι απαιτούν να εκτονωθούν, με όποιο τρόπο, για ν’ ανακουφιστούν, να γλυκάνουν και να θεραπευτούν. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις άλλος τα ξεπλένει με δάκρυα κι αναστεναγμούς κι άλλος με χορούς και με τραγούδια, άλλοι δε, οι περισσότεροι, τα ξορκίζουν με αναφορές κι αφηγήσεις προφορικές και γραπτές γεμάτες καημό και λαχτάρα. Σε τέτοιες στιγμές ανάγκης αυτοΐασης γράφτηκαν τα διηγήματα. "...Η θεία τ’ Αγγελικώ εξεκούκιζε μισή οκά φακή σε μια πιατέρα πήλινη. Η κυρα-Δεσποινού εμπάλωνε το σουρέλο του μικρού της δισεγγονού που -το ευλοημένο- έπεφτε μες στα χαλίκια του δρόμου ψιλοκρεμαστά, γιατί ήτανε βλέπεις ο τερματοφύλακας και γύριζε κουρελιασμένο και καταγδαρμένο στο σπίτι, κάθε μέρα. Η μάνα του τον εκαταχέριζε ανελλιπώς μα ευτός το χαβά του! Η κυρα-Ζενοβία έπλεκε με το λεπτό της βελονάκι ένα σεμεδάκι άσπρο -"καλέ σαν άχνη ζάχαρη είναι", της λέγανε θαυμαστικά όσες το βλέπανε" για τα προικιά της Κατερνιώς της, που την είχε λογοδοσμένη με το Μαθιό, του καπετά Μικέ. Η θεία το Πιπινιώ είχε περασμένο γύρω από το σβέρκο της το μπλε νήμα -τις νύχτες που το φως της γκαζόλαμπας ήτανε λιγοστό και δεν καλόβλεπε, το ’γνεθε και το τύλιγε απ’ το μαλλί της προβατίνας- κι έπλεκε κι αυτή, μα με έξι κυρτές βελόνες, επιδέξια και γοργά, τσουράπια για το γιο της το γεμιτζή, να τα φορεί και να μην κρυώνει τις νύχτες στην τράτα. Η θεία το Ερηνιώ, πάλι, εβαστούσε ..." (απόσπασμα από τις "Χείρες")
- ISBN978-960-6798-42-9
- Ημ/νια Έκδοσης2010
- Σελίδες128
- ΔέσιμοΜαλακό εξώφυλλο
- Διαθέσιμες Γλώσσες
- Κατηγορίες Βιβλίου
- Θεματολογίες Βιβλίου
- Συγγραφέας
- Εκδότης